Αρχική » Grid with Sidebar » Γνωριζοντας τα παρυδατια

Γνωριζοντας τα παρυδατια

by iHunt

Print Friendly, PDF & Email
demobanner

SVESTONOF

 

Όλοι μας ξέρουμε πως το κυνήγι της πάπιας ή της χήνας είναι από τα ωραιότερα και κρύβει μεγάλες συγκινήσεις. Πόσοι, όμως από εμάς ξέρουν κάτι παραπάνω για αυτά τα πουλιά;

Τα παρυδάτια ανήκουν σε μία μεγάλη οικογένεια την οικογένεια των παρυδατίων , όπως μας λέει η βιολογία. Υπάρχουν περίπου 230 είδη αυτής της οικογένειας σε όλο τον κόσμο.

Όσον αφορά τα ιδιαίτερα γνωρίσματα κάθε είδους, ενώ οι βιολόγοι εξετάζουν και τις ελάχιστες λεπτομέρειες, απεναντίας ο κυνηγός ενδιαφέρεται μόνο για τα γενικά εξωτερικά γνωρίσματα, αυτά που αρκούν για να κατατάξει το πουλί στα παρυδάτια. Τα γενικά αυτά γνωρίσματα είναι τα εξής: 

α)  Το πόδι έχει τέσσερα δάχτυλα, από τα οποία τα τρία είναι ενωμένα με μεμβράνη και το τέταρτο ευρίσκεται υψηλότερα και είναι ελεύθερο.

β) Πλατύ επίπεδο ράμφος (εξαιρούνται οι χήνες και ελάχιστα άλλα είδη) που είναι λίγο οδοντωτό στην άκρη.

γ) Κοντά πόδια (εκτός από τις πάπιες που ζουν στα δάση)

δ) Πλατύ σώμα (εκτός από τις κοκκινόπαπιες) και 

ε) Κοντή ουρά, μακρύς λαιμός και μακριές φτερούγες 

Υπάρχει ένας αδένας στη βάση της ουράς που εκκρίνει ένα υγρό σα λάδι με το οποίο το πουλί περιποιείται το φτέρωμά του, αδιαβροχοποιώντας το.

Αλλα χαρακτηριστικά της οικογένειας είναι ότι:

α) Τα μέλη της ποτέ δεν πετούν την εποχή που πετούν τα φτερά τους.

β) Συνήθως φτιάχνουν τις φωλιές τους στο έδαφος και 

γ) Οι νεοσσοί έχουν μία καταπληκτική ικανότητα να περπατούν και να κολυμπούν, αμέσως μόλις βγουν από το αυγό τους.

Όπως και για τα άλλα είδη, έτσι και στα παρυδάτια , η επιστημονική ορολογία ακολουθεί μία σταθερή οδό τονίζοντας τη σχέση μεταξύ των γενών, των ειδών και των κατηγοριών. Το πλήρες επιστημονικό όνομα ενός παρυδατίου, δηλαδή, αποτελείται από τρεις λέξεις εκ των οποίων η πρώτη υποδηλώνει το γένος, η δεύτερη την τάξη και η τρίτη το είδος. Φυσικά, η ορολογία αυτή έχει απλουστευτεί αρκετά στην κυνηγετική διάλεκτο, όμως αυτή φαινομενική διευκόλυνση γίνεται, καμία φορά, αιτία συγχύσεως, γιατί πολλά από τα κοινά αυτά ονόματα είναι μόνο τοπικής καταγωγής και έτσι μπορεί ένα πουλί να έχει την Α ονομασία σε μία περιοχή και τη Β σε μία άλλη.

Οι περισσότεροι κυνηγοί χωρίζουν τις πάπιες σε δύο γενικές κατηγορίες: τις πάπιες του γλυκού νερού (ποταμιών και λιμνών) και τους δύτες της θαλάσσης. Κάθε μία κατηγορία από αυτές  έχει αρκετές υποδιαιρέσεις. Τέλος, τα λιγότερο σημαντικά (από κυνηγετικής απόψεως) μέλη της οικογένειας, είναι οι πάπιες του δάσους, οι κοκκινόπαπιες και οι «προσωπιδοφόρες πάπιες». Και αυτές,  βέβαια, έχουν ορισμένες υποδιαιρέσεις η κάθε μία.

Ο κυνηγός δεν είναι ο μόνος εχθρός των παρυδατίων. Είναι ένας από τους πολλούς εχθρούς τους και είναι υπεύθυνος για σχετικά μικρό ποσοστό του ετήσιου δείκτη θνησιμότητας. Πολύ χειρότεροι εχθροί είναι η πείνα, η δίψα και οι ασθένειες, ιδίως κατά το χειμώνα και την εποχή που φτιάχνουν τις φωλιές τους. Στη δεύτερη περίπτωση,  μεγάλο κίνδυνο αποτελούν και οι πλημμύρες. Πάντως,  ο χειρότερος εχθρός είναι οι ασθένειες και ενώ πολλά έχουν γίνει για να περιορισθούν τα θύματα της αλλαντιάσεως που κάποτε προσέβαλε τα πουλιά, ώστε να αποδεκατίζονται, έχει βέβαια παρατηρηθεί μία σχετική βελτίωση της καταστάσεως, αλλά η αρρώστια αυτή ακόμα εμφανίζεται σε ορισμένες περιοχές.

Όταν πρωτοανακαλύφθηκε αυτή η ασθένεια οι επιστήμονες νόμιζαν ότι επρόκειτο για ένα είδος δηλητηριάσεως από ένα σπάνιο είδος δηλητηρίου που ευρίσκεται σε ορισμένα άλατα, βασιζόμενοι στο γεγονός ότι η ασθένεια είχε παρουσιασθεί σε πουλιά, που, ως επί το πλείστον, ζούσαν σε λίμνες και βάλτους, των οποίων το νερό ήταν σε αλκαλικό περιεχόμενο. Μετά από προσεκτικές παρατηρήσεις, που έγιναν, όμως, οι ειδικοί βρήκαν πως η επιδημία προερχόταν από μικρόβια, που υπήρχαν στα έλη λόγω της μεγάλης ποσότητας αλλοιωμένων οργανικών ουσιών. Τα στάσιμα νερά, δηλαδή, ήταν αυτά που κατά κάποιο τρόπο υποβοηθούσαν την εξάπλωση της επιδημίας.

Ετσι, σε πολλές περιοχές ανά τον κόσμο, έγινε σχετική εκστρατεία για να ελαττωθούν τα ολέθρια αποτελέσματα αυτής της ασθένειας. Κτίσθηκαν φράγματα και γενικά παρ’ όλο που το κακό δεν έχει εξαλειφθεί τελείως, πάντως έχουν γίνει αξιοσημείωτοι πρόοδοι.

Επίσης, κατά την περίοδο της διαχειμάσεως, παρουσιάζονται αρκετές περιπτώσεις δηλητηριάσεως, αλλά ο κίνδυνος αυτός έχει αποσοβηθεί από τότε που το κυνήγι της πάπιας με «δόλωμα» απαγορεύεται σε όλες σχεδόν τις χώρες.

Ένα άλλο σπουδαίο ζήτημα που πρέπει  να ενδιαφέρει κάθε κυνηγό είναι η ταχύτητα με την οποία πετά κάθε παρυδάτιο. Συμβαίνει, και μάλιστα πολύ συχνά, να παρεξηγεί ο κυνηγός τις πτητικές ικανότητες του πουλιού και άλλοτε πάλι να τις υπερεκτιμά. Βλέποντας, δηλαδή, τα μικρότερα πουλιά, υποθέτει ότι αυτά μπορούν να αναπτύξουν μεγάλη ταχύτητα πετώντας, ενώ αντίθετα, είναι σχεδόν σίγουρο ότι τα μεγαλόσωμα πουλιά δεν μπορούν να αναπτύξουν μεγάλες ταχύτητες. Και όχι μόνο αυτό, ακόμη και όταν τα βλέπουν να πετούν και μάλιστα αρκετά γρήγορα  και πάλι τα πουλιά αυτά τους φαίνονται πως πετούν σχετικά αργά, λόγω του μεγάλου τους σώματος.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ένα είδος χήνας που δε μας ενδιαφέρει άμεσα γιατί συναντάται κυρίως στην Αμερικανική ήπειρο. Το πουλί αυτό, ενώ φαίνεται ότι απλώς ανοιγοκλείνει τις φτερούγες του τεμπέλικα  και πετά μάλλον αργά, συνήθως αναπτύσσει ταχύτητα διπλάσια από αυτήν που υπολογίζει ο κυνηγός.

Από την εποχή της ανακαλύψεως του αεροπλάνου έχει γίνει πολύ ευκολότερη η εύρεση της ταχύτητας με την οποία πετά κάθε πουλί και πολλές φορές το ανώτατο όριο ταχύτητας που έχει επιτευχθεί από διάφορα παρυδάτια είναι εκπληκτικό. Παραθέτουμε μία μικρή λίστα που περιλαμβάνει επιτευχθείσες ταχύτητες πτήσεως από διάφορα παρυδάτια πουλιά που καταμετρήθηκαν από αυτοκίνητο και από αεροπλάνο:

Καναδέζικη χήνα: 61, 60, 52 και 58 μίλια την ώρα

Χουλιαρόπαπια:  52, 51, 46 και 45 μίλια την ώρα

Σφυριχτάρι: 51, 48, 47 και 43 μίλια την ώρα

Αμερικάνικη χήνα: 49, 48, 43 και 42 μίλια την ώρα

Πρασινοκέφαλο παπί: 44, 43 και 40 μίλια την ώρα

Ακολουθεί μία επίσης μικρή λίστα με ταχύτητες ορεινών πουλιών αυτή τη φορά για να γίνει η σύγκριση:

Λευκόγραμμο ορτύκι: 49, 48, 44 και 43 μίλια την ώρα

Ορτύκι της Καλιφόρνιας: 51, 42 και 39 μίλια την ώρα

Φασιανός: 60, 51, 50 και 49 μίλια την ώρα

Αναμφιβόλως, ένα από τα ζητήματα που έχουν απασχολήσει αρκετά τους ανά τον κόσμο πτηνολόγους είναι και η μακροζωία των παρυδατίων.  Μετά από αρκετές μελέτες που έγιναν επί του θέματος , ευρέθη περίπου ο μέσος όρος ζωής τριών αντιπροσωπευτικών παρυδατίων  και είναι οι εξής: 

Κύκνος: 40 χρόνια 

Χήνα: 30 χρόνια

Πάπια: 20 έως 24 χρόνια

Ενα άλλο άλυτο πρόβλημα που αφορά τα παρυδάτια είναι και οι δρόμοι και τα περάσματα που ακολουθούν την εποχή της αποδημίας. Παρ’όλο που αυτοί οι δρόμοι δεν έχουν απολύτως προσδιορισθεί, ωστόσο, οι ειδικοί υποστηρίζουν με βεβαιότητα ότι τα παρυδάτια την εποχή της αποδημίας ακολουθούν πάντοτε ορισμένη οδό, πάντα τα ίδια περάσματα και κατά την αναχώρηση από την αφετηρία τους και κατά την επιστροφή  από τους τόπους διαχειμάσεως. Βέβαια, φυσικό είναι να υπάρχει πάντα κάποια παρέκκλιση αλλά γενικά πολλά είδη ακολουθούν  πάντα με απόλυτη ακρίβεια τον ίδιο δρόμο και σπανιότατα παρεκκλίνουν της πορείας τους. Και ακόμα κι όταν γίνει κάτι τέτοιο η παρέκκλιση αυτή θα είναι ελάχιστη.

Και κάτι πρόσφατο: Λίγο τώρα καιρό, έχει αρχίσει σε ευρεία (διεθνή) κλίμακα μια μεγάλη στατιστική εξόρμηση σχετική με τα παρυδάτια. Ευχής έργο θα ήταν, λοιπόν, αν όλοι οι κυνηγοί παρυδατίων που τυχαίνει να σκοτώσουν κανένα πουλί με «δακτύλιο» στο πόδι, έστελναν το δακτύλιο αυτό στη διεύθυνση που αναγράφει επάνω. Ετσι θα βοηθούσαν αποτελεσματικά τους βιολόγους και θα συντελούσαν κι αυτοί, κατά κάποιον τρόπο, στην πρόοδο των γενομένων ερευνών.

Σε ελεύθερη μετάφραση από τον iHunter

 

 

 


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ