
Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος συμμετέχει, όπως είναι φυσικό, στη διαβούλευση για το νομοσχέδιο του εκσυχρονισμού της περιβαλλοντικής νονοθεσίας.
Διαβάστε τι αναφέρει στο σχόλιό της :
όροι και οικονομική διαχείριση του ΟΦΥΠΕΚΑΗ Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας που εκπροσωπεί 200.000 Έλληνες κυνηγούς ζητάει να απαλειφθεί το σημείο στ) της παραγράφου 1 του άρθρου 31 που προβλέπει ότι: « Ποσοστό από έσοδα από τις άδειες θήρας, που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας» θα αποτελούν πόρο του ΟΦΥΠΕΚΑ.
Το χρηματικό ποσό, το οποίο απαιτείται να καταβάλλεται για την έκδοση άδειας θήρας, σύμφωνα με το άρθ. 262 παρ. 3 ΝΔ 89/1969, αποτελεί οικονομικό βάρος υπέρ νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το οποίο όπως προκύπτει από τους σκοπούς, για τους οποίους διατίθεται, είναι ανταποδοτικό τέλος και δεν έχει φορολογικό χαρακτήρα. Τούτο δε, διότι οι σκοποί κατ΄ άρθ. 8 παρ. 5 Ν 3208/2003 (περ. η΄ και ιβ΄) προς εξυπηρέτηση των οποίων διατίθεται, αποβλέπουν ευθέως στην διασφάλιση του θηραματικού πλούτου.
Εξ άλλου ρητά αναφέρεται στην υπ’ αριθμ 875/2013 απόφαση της ολομέλειας του ΣτΕ ότι :«όπως έχει παγίως κριθεί, το ανταποδοτικό τέλος διακρίνεται από τον φόρο κατά το ότι αποτελεί μεν και αυτό, όπως ο φόρος, αναγκαστική παροχή, καταβάλλεται όμως έναντι ειδικής αντιπαροχής, ήτοι έναντι ειδικώς παρεχομένης δημόσιας υπηρεσίας, προς την οποία μάλιστα τελεί σε σχέση αντιστοιχίας, γιατί αποσκοπεί στην κάλυψη του κόστους της υπηρεσίας. Η δημόσια δε αυτή υπηρεσία, προς την οποία στοιχεί το ανταποδοτικό τέλος, παρέχεται προεχόντως χάριν δημοσίου σκοπού, εξυπηρετούνται όμως με αυτή ταυτοχρόνως και όποιοι την χρησιμοποιούν, που φέρουν και το βάρος των δαπανών της (πρβλ. ΑΕΔ 5/1984, ΣτΕ 2483/1999, 950, 649/1981).»
Άρα η εν λόγω πρόβλεψη του νομοσχεδίου έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την υφιστάμενη νομοθεσία και την νομολογία του ΣτΕ, αφού η χρήση των τελών από την έκδοση των αδειών θήρας από τον ΟΦΥΠΕΚΑ, κάθε άλλο παρά ανταποδοτική θα είναι για το κυνήγι και τους κυνηγούς που τα καταβάλουν.
Ο ανταποδοτικός χαρακτήρας των χρημάτων που καταβάλουν οι κυνηγοί δεν υφίσταται σε καμία περίπτωση, αφού το ίδιο νομοσχέδιο αποκλείει με άλλα άρθρα του την εκπροσώπηση των κυνηγών μέσω των κυνηγετικών οργανώσεων τους, στο σύστημα διοίκησης και εποπτείας των προστατευόμενων περιοχών.
Ακόμα πιο σημαντικό και αντιφατικό, όμως, είναι το ότι η θήρα «ενοχοποιείται» και απαγορεύεται σε μεγάλη έκταση του δικτύου NATURA 2000.
Άλλωστε, τα χρήματα που εισπράττονται από τις άδειες θήρας όλων των Ελλήνων κυνηγών, προορίζονται για ανταποδοτικά φιλοθηραματικά έργα σε όλη την έκταση της χώρας, και όχι μονομερώς ή αποκλειστικά… για το 30% αυτής, που συνιστούν οι προστατευόμενες περιοχές.
Άρθρο 35
Επιτροπές Διαχείρισης των Μονάδων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών
Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας προτείνει να προστεθεί σημείο (ζ) με την κάτωθι διατύπωση:
«Έναν (1) εκπρόσωπο της οικείας Κυνηγετικής Ομοσπονδίας, που δραστηριοποιείται στην περιοχή του προστατευταίου αντικειμένου, με τον αναπληρωματικό του».
Οι Κυνηγετικές Οργανώσεις εκπροσωπούν μια πολυπληθή ομάδα διακοσίων χιλιάδων κυνηγών – χρηστών, γι’ αυτό κρίνουμε ως απαραίτητη τη συμμετοχή τους στις Επιτροπές Διαχείρισης.
Με την εν λόγω συμμετοχή καλύπτονται οι προβλέψεις της συνθήκης του Aarhus, ενώ επιταχύνεται σε μέγιστο βαθμό ο συντονισμός των δράσεων που, ήδη, οι Κυνηγετικές Οργανώσεις πραγματοποιούν εντός των Προστατευομένων Περιοχών (θηροφύλαξη, βελτίωση ενδιαιτήματος, επιστημονική παρακολούθηση ειδών κ.α.).
Άρθρο 37
Προγραμματικές Συμβάσεις
Το άρθρο 37 του νομοσχεδίου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την υφιστάμενη νομοθεσία που αφορά τη δασοπροστασία και τη φύλαξη, χωρίς να φροντίζει με μεταβατικές ή τροποποιητικές διατάξεις, να ρυθμίζει την εν λόγω αντίθεση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με:
1. Τις διατάξεις του ν.δ. 86/1969 (ΦΕΚ 7 Α’) «Περί Δασικού Κώδικα» όπως τροποποιήθηκε με το ν.δ. 996/1971 και το ν. 177/1975 και ισχύει.
2. Τις διατάξεις του ν. 998/1979 (ΦΕΚ 298 Α’) «περί προστασίας δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας» ιδίως το άρθρο 5 παρ. 1 αυτού. Τις διατάξεις του ν.1845/1989 (ΦΕΚ 102Α’) «περί δασοπροστασίας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
3. Τις διατάξεις του ν.3208/2003 (ΦΕΚ 303Α’) «Προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, κατάρτιση δασολογίου, ρύθμιση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων και άλλες διατάξεις».
Η αρμοδιότητα της φύλαξης αποδίδεται στις Αποκεντρωμένες Δασικές Υπηρεσίες και στους φύλακες θήρας των κυνηγετικών οργανώσεων, που λειτουργούν επικουρικά σε αυτές.
Δεν είναι δυνατόν να συνάπτονται προγραμματικές συμβάσεις για τη φύλαξη με αναρμόδιους Φορείς ( π.χ. Δήμους), χωρίς την συμμετοχή των φορέων που έχουν την καθ’ ύλη αρμοδιότητα υλοποίησης των σχεδίων φύλαξης.
Άρθρο 41
Μητρώο Περιβαλλοντικών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και Φορέων
Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας προτείνει να προστεθεί στην παράγραφο 2 η πρόταση:
«Στο Μητρώο του ΟΦΥΠΕΚΑ εγγράφονται οι συνεργαζόμενες και εποπτευόμενες από το Υπουργείο Περιβάλλοντος Κυνηγετικές Οργανώσεις.»
Οι Κυνηγετικές Οργανώσεις πέρα από τον εποπτικό ρόλο που ασκεί σε αυτές το Υπουργείο Περιβάλλοντος, αναπτύσσουν μία τέτοια πληθώρα φιλοπεριβαλλοντικών δράσεων σε όλη την επικράτεια, που είναι βέβαιο ότι με την εγγραφή τους στο Μητρώο, έχουν να συνεισφέρουν και ουσιαστικά και αποτελεσματικά.
Εκπροσωπώντας 200.000 πολίτες που δραστηριοποιούνται στην ελληνική ύπαιθρο ως χρήστες των ανανεώσιμων φυσικών πόρων, μπορούν να συνεισφέρουν την πολύτιμη ειδική γνώση τους, αλλά και το ανθρώπινο δυναμικό τους, για την καλύτερη εφαρμογή μέτρων και ενεργειών που αφορούν στις Προστατευόμενες Περιοχές και την προστασία της φύσης.
Άρθρο 47
Ειδικές περιβαλλοντικές μελέτες, σχέδια διαχείρισης και καθορισμός χρήσεων γης
Στην παράγραφο 7 θα πρέπει να προβλέπεται η δυνατότητα αποχαρακτηρισμού ή τροποποίησης των ορίων των Καταφυγίων Άγριας Ζωής, με την εξής διατύπωση:
«Αποχαρακτηρισμός ή μείωση της έκτασης της προστατευόμενης περιοχής επιτρέπεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, ύστερα από αιτιολογημένη γνώμη του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης (όπως προβλέπεται στο άρθρο 21 του ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του ν. 3937/2011)».
Τα καταφύγια θηραμάτων που ιδρύθηκαν με εξουσιοδότηση του Δασικού Κώδικα έχουν μετονομαστεί σε KAZ με διαφορετικούς σκοπούς και προϋποθέσεις (άρθρο 57 του Νόμου 2637/1998 και μετέπειτα Ν. 3937/2011).
Η αλλαγή, όμως, αυτή περιορίστηκε μόνο στην αλλαγή του ονόματος. Δεν λήφθηκε ΠΟΤΕ υπόψη το εάν τα πρώην καταφύγια θηραμάτων πληρούν τα αναγκαία κριτήρια και, ακόμα περισσότερο, για το πώς η θήρα μπορεί να επηρεάσει το προστατευτέο κάθε φορά αντικείμενο.
Τονίζεται ότι η σοβαρή αδυναμία του καθεστώτος που διέπει τα Καταφύγια Άγριας Ζωής έγκειται στο ότι απαγορεύει εξαρχής τη θήρα, ακόμα και αν τα προστατευόμενα είδη (φυτά, έντομα, θηλαστικά, ερπετά, πτηνά) της περιοχής, δεν έχουν επιπτώσεις από τη θήρα.
Από την άλλη, για τις υπόλοιπες δραστηριότητες (όπως η βόσκηση, η υλοτομία, ακόμα και επέκταση του οικιστικού ιστού κ.α.), συνήθως δεν προβλέπεται καμιά ρύθμιση.
Ο αριθμός των ΚΑΖ ανέρχεται σε 622, περίπου, και καλύπτουν έκταση 11016 km2 στους καλύτερους, συνήθως, κυνηγοτόπους της επικράτειας. Έρευνες, όμως, έχουν δείξει ότι, η διεξαγωγή της θήρας είναι συμβατή με την προστασία προστατευόμενων ειδών, αφού σε πολλές περιπτώσεις οι πληθυσμιακές πυκνότητες των προστατευόμενων ειδών, είναι υψηλότερες σε περιοχές που ασκείται θήρα!
Συμπερασματικά, είναι επιτακτική η ανάγκη επανεξέτασης του δικτύου των υφιστάμενων ΚΑΖ, με γνώμονα την ορθή λειτουργία τους και παράλληλα με την διερεύνηση της σύμπτωσης των ορίων τους με τις περιοχές του δικτύου Natura.