
Το πρόγραμμα «’Aρτεμις» είναι μια διαρκής μελέτη καταγραφής της κυνηγετικής κάρπωσης και παρακολούθησης των θηραματικών πληθυσμών βάση της ετήσιας ρυθμιστικής. Διανύει το 19ο της ζωής του, είναι έργο της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος και εκπονείται από τετραμελή ομάδα επιστημονικών συνεργατών της.
Σ’ αυτό το άρθρο σας παρουσιάζουμε τα αποτελέσματα του προγράμματος από στοιχεία που συλλέκτηκαν από την κυνηγετική περίοδο 1995-1996 έως και την κυνηγετική περίοδο 2014-2015.
Γράφημα 1
Στο γράφημα 1 βλέπουμε ότι τα θηράματα μπεκάτσα, ορτύκι, πετροπέρδικα και νησιώτικη πέρδικα που κυνηγιούνται με σκύλο φέρμας συγκεντρώνουν το 35,57% των συνολικών κυνηγετικών εξορμήσεων, τα θηράματα του καρτεριού δηλ. τα τσιχλοκότσυφα, το τρυγόνι, τα υδρόβια και παρυδάτια, η φάσσα και το αγριοπερίστερο συγκεντρώνουν το 28,00% του συνόλου των κυνηγετικών εξορμήσεων και τα τριχωτά λαγός, αγριόχοιρος, αγριοκούνελο και αλεπού το 35,99%. Παρακάτω θα παρουσιάσουμε στατιστικά στοιχεία που αφορούν σε πέντε θηράματα που προκαλούν το ενδιαφέρον μεγάλης μερίδας των Ελλήνων κυνηγών.
Γράφημα 2.1
Στο γράφημα 2.1 βλέπουμε ότι η κατανομή ακολουθεί την σειρά του μεγέθους (σε έκταση) των κυνηγετικών περιφερειών και αυτό συμβαίνει αφενός γιατί η μπεκάτσα απαντάται και κυνηγιέται σε όλη την Ελλάδα και αφετέρου διότι οι κυνηγοί που συμπληρώνουν το ερωτηματολόγιο “Άρτεμις” προέρχονται και δραστηριοποιούνται σε όλες τις κυνηγετικές περιφέρειες.
Γράφημα 2.2
Στο γράφημα 2.2 βλέπουμε την εξέλιξη της αφθονίας του πληθυσμού της μπεκάτσας που δεν είναι άλλοι από τον μέσο αριθμό των μπεκατσών που σηκώνει ο κυνηγός σε μια εξόρμηση και από τον μέσο αριθμό μπεκατσών που θηρεύει αντίστοιχα σε μια εξόρμηση. Φαίνονται λοιπόν οι πολύ πλούσιες χρονιές του 1998-99, 1999-00 και 2007-08 και η φτωχή του 2002-03 στην οποία παρατηρήθηκε κάμψη του πληθυσμού λόγω της σφοδρής κακοκαιρίας που έπληξε τη χώρα μας τον προηγούμενο χειμώνα του 2001-02. Επίσης φαίνεται η φτωχή χρονιά του 2006-07. Βλέπουμε επίσης ότι η σχέση του “σηκώνω : παίρνω” διατηρείται σταθερή παρά την ενδεχόμενη διακύμανση της αφθονίας του πληθυσμού. Η καμπύλη της κυνηγετικής ζήτησης που εκφράζεται με το ποσοστό των εξορμήσεων της μπεκάτσας ακολουθεί πιστά την αφθονία των πληθυσμών της.
Γράφημα 2.3
Στο γράφημα 2.3 φαίνεται η εξέλιξη της μέσης ετήσιας κάρπωσης ανά κυνηγό, δηλαδή η μέση ετήσια “τσάντα” του μπεκατσοκυνηγού, η οποία δείχνει τις πλούσιες και φτωχές χρονιές όπως το γράφημα 2.2. Επίσης φαίνεται ότι η θηραματική προτίμηση των Ελλήνων κυνηγών στη μπεκάτσα κυμαίνεται από 48 έως 60% (ποσοστό κυνηγών που θήρευσαν τουλάχιστον μια μπεκάτσα τη χρονιά) και ακολουθεί πιστά την αφθονία των πληθυσμών της.
Γράφημα 3.1
Στο γράφημα 3.1 φαίνεται ότι η σειρά των περιφερειών ακολουθεί το μέγεθος της έκτασης τους, εκτός από την περιφέρεια της Κρήτης-Δωδεκανήσου που προηγείται της Ηπείρου παρά την μικρότερη εδαφική της έκταση, διότι στην περιφέρεια αυτή το κυνήγι του λαγού προτιμάται περισσότερο από κάθε άλλη περιφέρεια (30% των κυνηγετικών εξορμήσεων).
Γράφημα 3.2
Στο γράφημα 3.2 φαίνεται η πορεία της αφθονίας του θηράματος αυτού στις 15 κυνηγετικές περιόδους μέσα από τους δείκτες θηραματικής αφθονίας, που δεν είναι άλλοι από τους πόσους λαγούς συναντά ο μέσος κυνηγός σε μια κυνηγετική του εξόρμηση και πόσους θηρεύει αντίστοιχα. Βλέπουμε ότι η κυνηγετική ευκαιρία είναι ανάλογη της κάρπωσης και αυτή η αναλογία διατηρείται περίπου σταθερή σε όλα τα χρόνια. Η κυνηγετική ζήτηση του λαγού παρουσιάζει μια ελαφρά ανοδική τάση μέχρι και την κυνηγετική περίοδο 2013-2014, αλλά την παρελθούσα περίοδο 2014-2015 “εκτινάχθηκε” στο 26%.
Γράφημα 3.3
Στο γράφημα 3.3 φαίνεται ότι ενώ η θηραματική προτίμηση των κυνηγών για το λαγό τις τελευταίες 15 κυνηγετικές περιόδους, διατηρείται σταθερή, με μικρές όμως φυσιολογικές διακυμάνσεις (35-43%) αντίθετα η ετήσια “τσάντα” φαίνεται να ακολουθεί τις μικρές κυκλικές διακυμάνσεις που οφείλονται στη βιολογία του θηράματος αυτού. Οι φυσιολογικές αυτές διακυμάνσεις οι οποίες αποτυπώνονται και στο γράφημα 3.2μ φαίνεται ότι επηρεάζουν και την κυνηγετική ζήτηση αντίστοιχα και οδηγούν σε αειφορικές καρπώσεις.
Γράφημα 4.1
Στο γράφημα 4.1 φαίνεται ότι κατανομή των εξορμήσεων για την πετροπέρδικα ακολουθεί πιστά την έκταση των κυνηγετικών περιφερειών. Η κυνηγετική ζήτηση δηλαδή της πετροπέρδικας κατανέμεται αναλογικά σε όλη τη χερσαία Ελλάδα που είναι και η γεωγραφική της εξάπλωση.
Γράφημα 4.2
Στο γράφημα 4.2 φαίνεται η εξέλιξη των δύο κυνηγετικών δεικτών αφθονίας των πληθυσμών στα δεκαπέντε τελευταία χρόνια που είναι σε εφαρμογή το πρόγραμμα, που είναι ο μέσος αριθμός πουλιών που συναντά ο κυνηγός ανά εξόρμηση και ο μέσος αριθμός πουλιών που θηρεύει ο κυνηγός ανά εξόρμηση. Εδώ, φαίνεται γενικά μια ελαφρά αυξητική τάση της αφθονίας των πληθυσμών και ταυτόχρονα μια συνολική μειωτική τάση της κυνηγετικής ζήτησης, η οποία πιθανόν να οφείλεται και στην οικονομική κρίση των τελευταίων ετών.
Γράφημα 4.3
Επίσης στο γράφημα 4.3 ο δείκτης “μέση κυνηγετική κάρπωση ανά κυνηγό και έτος” που είναι όπως είπαμε και πριν, η μέση ετήσια “τσάντα” των περδικοκυνηγών, έδειξε μια απότομη πτώση την κυνηγετική περίοδο 2005-06 συνοδευόμενη όμως και από αντίστοιχη μείωση της προτίμησης των Ελλήνων κυνηγών προς το θήραμα αυτο. Τα στοιχεία αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι πληθυσμοί της πετροπέρδικας χρειάζονται ανάκαμψη και γι αυτό η ΚΣΕ εισηγήθηκε στο αρμόδιο υπουργείο την μετατόπιση της κυνηγετικής περιόδου της πετροπέρδικας και από το 2007 η περίοδος του είδους είναι 1-10 έως 15-12 αντί 15-9 έως 30-11 που ήταν τα προηγούμενα χρόνια. Βέβαια η όποια μείωση παρατηρείται στους πληθυσμούς της πετροπέρδικας τα τελευταία χρόνια οφείλεται στις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει το είδος στην αναπαραγωγική του διαδικασία λόγω του υπερπληθυσμού των εδαφόβιων αρπάγων.
Κιχλίδες
Γράφημα 5.1
Γράφημα 5.2
Στο γράφημα 5.2 φαίνεται η αφθονία των κιχλίδων σε εθνικό επίπεδο για τα τελευταία 15 χρόνια εκφρασμένη ως μέσος αριθμός συναντηθέντων θηραμάτων ανά κυνηγό και εξόρμηση κατά έτος (μέση ετήσια κυνηγετική ευκαιρία ανά κυνηγό και εξόρμηση) και μέσος αριθμός θηρευθέντων θηραμάτων ανά κυνηγό και εξόρμηση κατά έτος (μέση ετήσια κυνηγετική κάρπωση ανά κυνηγό και εξόρμηση). Έτσι, βλέπουμε μια ελαφρά μειωτική τάση της αφθονίας των πληθυσμών, που επισκέπτονται τη χώρα μας για να διαχειμάσουν, η οποία προφανώς οφείλεται στην αποδημία των ειδών αυτών, ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής. Στην κυνηγετική ζήτηση παρατηρείται σταθερότητα παρακολουθώντας όμως τις διακυμάνσεις της αφθονίας, ως φυσική συνέπεια. Επίσης στο γράφημα αυτό φαίνεται πόσο μικρό είναι το ποσοστό των πουλιών που θηρεύονται, σε σχέση μ΄αυτά που συναντούν οι κυνηγοί στις εξορμήσεις τους.
Γράφημα 5.3
Στο γράφημα 5.3 φαίνεται η δημοτικότητα των θηραμάτων αυτών, καθώς το 40 έως το 60% των ελλήνων κυνηγών θηρεύουν τουλάχιστον μια τσίχλα ή ένα κότσυφα τη χρονιά. Επίσης φαίνεται και η αφθονία των πληθυσμών εκφρασμένη ως μέση ετήσια κυνηγετική κάρπωση ανά κυνηγό και έτος (μέση ετήσια τσάντα του κυνηγού). Η μεγάλη αφθονία της κυνηγετικής περιόδου 2004-2005, καθώς και η μικρότερη των 2012-2013 οφείλονται στην αποδημία των ειδών, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.
Γράφημα 6.1
Στο γράφημα 6.1 φαίνεται ότι η ποσοστιαία κατανομή των εξορμήσεων για αγριόχοιρο ακολουθεί τη σειρά του μεγέθους των περιφερειών ενδημίας του και βεβαίως η παρουσία του στην περιφέρεια Αρχιπελάγους διαφαίνεται εδώ αφού η Σάμος διαθέτει πλέον έναν αξιόλογο πληθυσμό του είδους.
Γράφημα 6.2
Στο γράφημα 6.2 φαίνεται η εξέλιξη των πληθυσμών του στα 15 χρόνια ζωής του προγράμματος “Αρτεμις” με δείκτες θηραματικής αφθονίας τον μέσο αριθμό ζώων που συναντά ο κυνηγός ανά εξόρμηση (Μέση ετήσια κυνηγετική ευκαιρία) και τον μέσο όρο αριθμών ζώων που θηρεύει ο κυνηγός ανά εξόρμηση (Μέση ετήσια κυνηγετική κάρπωση ανά εξόρμηση). Βλέπουμε μια περιοδικότητα στην αφθονία των πληθυσμών η οποία είναι απόλυτα φυσιολογική και οφείλεται στην περιοδικότητα της πληροκαρπίας (πλήρης καρποφορία) των δασικών δένδρων και κυρίως της δρυός, της οξυάς, και του πρίνου που αποτελούν την κύρια πηγή τροφής του. Επίσης χαρακτηριστικό είναι το χαμηλό μέσο ποσοστό κάρπωσης σε σχέση με τις συναντήσεις το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 10-20%.Επίσης φαίνεται η ανοδική τάση της κυνηγετικής ζήτησης τα τελευταία χρόνια η οποία έχει φτάσει στο 22% την κυνηγετική περίοδο 2007-08.
Γράφημα 6.3
Στο γράφημα 6.3 αποτυπώνεται πεντακάθαρα η αυξητική τάση των πληθυσμών του αγριόχοιρου, από την αυξητική τάση της μέσης ετήσιας “τσάντας” των κυνηγών αφενός και από την αυξητική τάση της θηραματικής προτίμησης των Ελλήνων κυνηγών για το θήραμα αυτό αφετέρου.
Πηγή : Ετήσιο Έντυπο Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος