
Από πολές περιοχές της χώρας μας λείπουν ορισμένα δέντρα, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τροφή στα θηράματα. Υπάρχουν, ωστόσο, τοποθεσίες στις οποίες θα μπορούσε να γίνει σχετική αναδάσωση μέσα στα πλαίσια των μέτρων για την προστασία του κυνηγιού. Δεν είναι καλύτερα οι Κυνηγετικοί Σύλλογοι να ελαττώσουν χρήματα που δαπανούν για απελευθερώσεις και να αρχίσουν με τη βοήθεια ειδικών να βελτιώνουν τους βιότοπούς τους; Να μια καλή αρχή. Μερικά δέντρα που τα βρίσκουμε στα βουνά μας, μπορούν εύκολα να καλλιεργηθούν από τους Συλλόγους .
ΙΠΠΟΚΑΣΤΑΝΙΑ
Ιπποκαστανέα ή αίσκουλος. (Aesculus hippocastanum). Η ιπποκαστανέα είναι δέντρο του γένους Aesculus παρότι το όνομά της παραπέμπει στην γνωστή καστανιά του γένους Fagaceae.Η ιπποκαστανιά προέρχεται από τις περιοχές των Ιμαλαϊων. Από εκεί διαδόθηκε στην Ινδία και έφθασε στην Αραβία. Οι Άραβες, που ήταν τότε πεπειραμένοι εκτροφείς αλόγων χρησιμοποιούσαν το ιπποκάστανο σαν φάρμακο για το κολικό των αλόγων. Από εκεί πήρε και το πρώτο συνθετικό του ονόματός της.
Δένδρο μεγάλο, ύψους 15-25 μ., με πυκνή κόμη, ανήκει στην οικογένεια των Ιπποκαστανιδών (Hippocastanaceae). Έχει φύλλα μεγάλα, αντίθετα, μακρόμισχα, παλαμοειδή, με 5-9 φυλλάρια οξύληκτα, οδοντωτά, πράσινα, σχεδόν λεία. Τα άνθη είναι ζυγόμορφα, λευκά με ρόδινα στίγματα, σε πυραμιδοειδή όρθιο ακραίο βότρυ μήκους 10-30 εκ. Έχει θεαματικότατη ανθοφορία αργά την άνοιξη με μεγάλα λουλούδια άσπρα, που είναι όρθια.
Έπειτα στο τέλος του καλοκαιριού εμφανίζονται οι καρποί του, που μοιάζουν πολύ με το κάστανο.Ο καρπός του μοιάζει με κάστανο. Κατά την άνθησή του (Απρίλιο με Μάιο) είναι εντυπωσιακό δένδρο.Το δένδρο αυτό δεν έχει καμιά συγγενική σχέση με την γνωστή μας Καστανιά, απλά πήρε το δεύτερο συνθετικό του ονόματός του από την ομοιότητα των καρπών τους. Στην Ελλάδα εμφανίζεται στα δάση της Πίνδου και του Ολύμπου. Οι καρποί της πέφτουν το φθινόπωρο και αποτελούν πρώτης τάξης ζωοτροφή.
Εκτός από τη θεραπεία των κολικών των αλόγων , ο φλοιός του δένδρου χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και στη βυρσοδεψία.
ΑΓΡΙΟΣΟΥΡΒΙΑ
Η Σουρβιά είναι φυλλοβόλο μετρίου ύψους δένδρο, και ανήκει στην οικογένεια των Ροδανθών (Rosaceae). Αναπτύσσεται σε πλούσια σε θρεπτικές ουσίες εδάφη, και ανθίζει τον Μάιο. Ευδοκιμεί σχεδόν σε όλη την Ελλάδα στις ορεινές περιοχές. Τα άνθη της είναι λευκά και μικρά. Οι καρποί της είναι σαρκώδης, κόκκινοι, πορτοκαλί, κίτρινοι ή καστανωποί.
Όπως και άλλα αυτοφυή δέντρα της Ελλάδας που μένουν ανεκμετάλλευτα, έτσι και η σουρβιά έχει ξεχαστεί και οι καρποί της δεν βρίσκονται στις αγορές. Δεν υπάρχει οργανωμένη παραγωγή η εκμετάλλευση, και μόνο κάποιοι ντόπιοι πληθυσμοί τους χρησιμοποιούν.
Ο καρπός της αναπτύσεται σε τσαμπί και περιέχει σε μεγάλη ποσότητα σάκχαρο και βιταμίνες. Τα σούρβα πριν ωριμάσουν έχουν στυφή γεύση. Οι καρποί θεωρούνται ώριμοι όταν σκουρύνει το χρώμα τους αργά το φθινόπωρο, και τότε είναι ιδιαίτερα εύγεστοι. Πολλές φορές συλλέγονται από το έδαφος αφού πέσουν από το δένδρο, η μαζεύονται ανώριμοι και αφήνονται σε προσήλιο μέρος για να ολοκληρωθεί η ωρίμανσή τους.Το δένδρο υπάρχει σε μεγάλους πληθυσμούς στη περιοχή του Πηλίου χωρίς να γίνεται συστηματική καλλιέργεια. Οι σουρβιές αποτελούνται από πάνω από 100 είδη δένδρων και θάμνων που καλλιεργούνται άλλες φορές για το φύλλωμά τους, άλλες φορές για τα ανοιξιάτικα άνθη τους, αλλά τις περισσότερες φορές για τους διακοσμητικούς καρπούς τους που πολλές φορές είναι εδώδιμοι και ακόμη περισσότερο τραβούν τα πουλιά. Αναπτύσσονται σε ηλιόλουστες και ημισκιασμένες θέσεις, σε σχετικά ξηρά στραγγιζόμενα εδάφη. Φυτεύονται μεμονωμένα και σε δενδροστοιχίες.Τα τυπικά είδη πολλαπλασιάζονται με σπόρους και οι ποικιλίες με εμβόλια.
Το τσαμπί της σουρβιάς χρησιμεύει ως τροφή για όλα τα θηράματα από την τσίχλα έως το αγριογούρουνο.
ΨΕΥΔΟΑΚΑΚΙΑ
Φυλλοβόλο δέντρο μέτριου μεγέθους , ύψους 20-35 μέτρων η φυσική γεωγραφική του εξάπλωση είναι στη Βόρειο Αμερική , στην Ευρώπη καλλιεργείτε από το 17ον αιώνα. Παρουσιάζει καλή προσαρμογή σε πολλούς τύπους εδαφών, αντέχει σε πολύ φτωχά και ξηρά εδάφη όμως για να έχει καλή και γρήγορη ανάπτυξη χρειάζεται βαθιά , χαλαρά, μέτρια νωπά εδάφη. Άνθη λευκά κατά την περίοδο Απρίλιο- Μάιο , ο καρπός ωριμάζει το Οκτώβριο–Νοέμβριο . Έχει πολλές απαιτήσεις σε φως (φωτόφυλλο) ενώ η θερμοκρασία παίζει μικρότερο ρόλο στην εξάπλωση του είδους . Συχνά εξαπλώνεται στο γύρο χώρο με ριζοβλαστήματα γεγονός που πολλούς τους ενοχλεί. Μετά απο καταστροφή με φωτιά η αναγέννηση είναι άμεση (με ριζοβλαστήματα) γεγονός που το καθιστά κατάλληλο για περιοχές που καίγονται συχνά.Η ψευδοακακία χρησιμεύει για τροφή στη δύσκολη περίοδο του καλοκαιριού. Το ζαρκάδι τρώει τα φύλλα της ενώ ο φασιανός προτιμά τους σπόρους της.
ΒΑΤΟΜΟΥΡΙΑ
Βατομουριά ανήκει στην οικογένεια Rosaceae Θαμνώδης, κληματώδης και ακανθώδης θάμνος. Είναι το κοινό όνομα του γένους των φυτών βάτος (επιστημονικά Rubus, ρούμπους), που ανήκουν στην τάξη των ροδιδών. Έχουν φύλλα απλά ή σύνθετα, ανάλογα με το είδος του θάμνου, αντίθετα τοποθετημένα με παράφυλλα. Τα άνθη έχουν πέντε σέπαλα και πέταλα λευκά, ρόδινα ή κοκκινωπά. Λιγότερο συχνά συναντάμε άνθη κίτρινα. Όλα έχουν πολυάριθμους στήμονες και καρπόφυλλα, που σχηματίζουν κεφάλι. Η δρύπη είναι μονόσπερμη, με σκληρό πυρήνα, κόκκινη, κίτρινη, μελανόχρωμη και σπανιότερα πράσινη. Πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα ή παραφυάδες και ευδοκιμεί κυρίως σε εύφορο νοτερό ή και υγρό έδαφος.
Σήμερα υπάρχουν περισσότερα από 100 είδη, που καλλιεργούνται για τους καρπούς τους. Σπουδαιότερα από αυτά είναι:
1. Βάτος ο πετραίος. Έχει τριμερή φύλλα, πριονωτά και από τις δύο μεριές, πράσινου χρώματος. Τα άνθη του είναι λευκά και οι καρποί του ερυθροί.
2. Βάτος ο ιδαίος. Η κοινή του ονομασία είναι σμεουριά, ήμερη βάτα ή φραμπουάς. Φυτρώνει σε όλη την Ευρώπη. Στην Ελλάδα απαντάται κυρίως στην Ήπειρο.
3. Βάτος ο θυρσοειδής. Φυτρώνει στην Πίνδο, έχει λευκά άνθη και σύνθετα πενταμερή φύλλα.
4. Βάτος ο ουλμόφυλλος. Κοινώς ονομάζεται βάτος, αγριόβατος, μορατζίδα κλπ. Παρουσιάζει δύο ποικιλίες, τον τυπικό και τον ανατολικό και απαντάται σε όλη την Ελλάδα.
Είναι πολύ καλή πηγή τροφής για τα περισσότερα θηράματα από Μάιο έως Ιούνιο.