Αρχική » Grid with Sidebar » Ένα κυνηγόσκυλο που το έλεγαν…Νταβέλη

Ένα κυνηγόσκυλο που το έλεγαν…Νταβέλη

by iHunt

Print Friendly, PDF & Email
demobanner
Η ύπαρξη των λαγωνικών που καταδιώκουν και καταφέρνουν να πιάσουν τον λαγό είχε καταγραφεί ιστορικά από τον Αρριανό, όταν μας περιέγραφε στον «Κυνηγετικό» τους «ουέρτραγους» σκύλους των Κελτών κατά τη Ρωμαϊκή εποχή.
 
Σήμερα υπάρχουν σκυλιά που μπορούμε να τα θεωρήσουμε απόγονους των ουέρτραγων αυτών. Στις ερήμους της Βόρειας Αφρικής και της Αραβίας γίνεται ένα αντίστοιχο κυνήγι δίωξης λαγών.
 
Στο Διαδίκτυο μπορεί κανείς να δει πολλές τέτοιες κυνηγετικές σκηνές που συναρπάζουν, ενώ στις δυτικές χώρες χρησιμοποιούνται τα σκυλιά αυτά σε κυνοδρομίες και στοιχήματα. Αδοξος όμως ρόλος για ένα ασύγκριτο λαγωνικό που μόνο έξω στη φύση μπορεί να αποδώσει τα χαρίσματα με τα οποία προικίστηκε. Οταν νεαρός κυνηγός ξεκίνησα το λαγοκυνήγι, είχαμε στην ομάδα έναν σκύλο που αν τον έβλεπε ο Αρριανός θα τον χαρακτήριζε σίγουρα «ουέρτραγο». Το όνομά του δεν θύμιζε λαγωνικό, όπως και η φυσιογνωμία του. Δεν ήταν καθαρόαιμο λαγωνικό, ούτε με τα τότε χαλαρά και ανύπαρκτα κριτήρια καθαρότητας των φυλών.
 
«Σημαδιακό σκυλί»
 
Τυχαία διασταύρωση ενός ασπριδερού τσοπανόσκυλου, αυτού που σήμερα έχουν ανακαλύψει οι «ειδικοί της αρκούδας» ως ελληνικό ποιμενικό, και μιας «μαλλιαρής» βουλγάρικης σκύλας, όπως την αποκαλούσαν, γεννήθηκε ένα και μοναδικό σκυλί. Η σκύλα κόντεψε να πεθάνει στη γέννα, φέρνοντας στη ζωή ένα κουτάβι με μια υποτυπώδη ουρά, μαυριδερό, με μια μεγάλη λευκή βούλα στο στήθος και τεράστια πόδια.
 
«Σημαδιακό σκυλί» είπε ο παππούς μου, «έχει κοντή ουρά και θα γίνει σπουδαίο σκυλί» και αποφάσισε να τον κρατήσει για τσοπανόσκυλο. Μεγάλωσε ανεξάρτητος μέχρι που πήρε το ύψος ενός μεγάλου τσοπανόσκυλου από τον πατέρα του και τη φινέτσα του λαγωνικού από τη βουλγάρα μάνα του.
 
 
Ο Νταβέλης, όπως και όλοι οι απροσάρμοστοι «ωραίοι των ορέων», όπως αποκαλούνταν οι ληστές των βουνών, είχε το τέλος όσων δεν μπορούν να πειθαρχήσουν σε νόμους, κανόνες και περιορισμούς.
 
Λεπτός, με πανύψηλα πόδια, στενόμακρο κεφάλι και χωρίς ουρά, ήταν όμορφος αλλά παράταιρος τόσο για τσοπανόσκυλο όσο και για λαγωνικό. Πολύ ψηλός για να οργώσει με τη μύτη του τα μονοπάτια σαν τα λαγωνικά, πολύ αδύνατος για να γίνει ένα τρομακτικό τσοπανόσκυλο, έμεινε μόνο με το φοβερό του όνομα, που του έδωσε ο παππούς, όπως συνηθίζονταν στα τσοπανόσκυλα, να παίρνουν ονόματα θρύλων του βουνού και ατρόμητων λήσταρχων.
 
Πρόβατα & κυνήγι
 
Βαφτίστηκε Νταβέλης και μεγάλωσε χωρίς να γνωρίσει αλυσίδα και πειθαρχία, όπως τα υπόλοιπα λαγωνικά. Χωρίς τους σημερινούς κανόνες «ευζωίας» και ζωολατρίας, κόπηκαν τα αυτιά του,όπως γίνονταν σε όλα τα τσοπανόσκυλα όταν ήταν πολύ μικρά. Αυτό ήταν το μόνο μορφολογικό στοιχείο που είχε κρατήσει από τον ρόλο του τσοπανόσκυλου.
 
Επρεπε να προλάβουμε και τον Νταβέλη γιατί μόλις έπιανε τον λαγό θα πήγαινε πίσω στο κοπάδι με τα πρόβατα, κουβαλώντας τον με υπερηφάνεια, για να τον δείξει στον παππού.
 
Μεγαλώνοντας ο Νταβέλης ακολουθούσε τα πρόβατα ως πιστό τσοπανόσκυλο, αλλά πήγαινε και στο κυνήγι. Οταν σήκωναν τα σκυλιά κάποιο λαγό άρχισε να δείχνει τις τεράστιες δυνατότητες που του χάριζαν τα πανύψηλα πόδια του. Κατάλαβε γρήγορα ότι άλλος είναι ο ρόλος του. Αφηνε τη μάνα του να ψάχνει τον ντορό και αυτός περίμενε το πρώτο τσίριγμα του ξεσηκώματος για να αρχίσει τη δίωξη.
 
Σιγά σιγά άρχισε να πονηρεύει, καθώς διαπίστωσε ότι αν δεν ήταν πίσω από τα σκυλιά αλλά κατευθυνόταν προς τις φωνές τους από την αντίθετη πλευρά, ήταν σε πλεονεκτικότερη θέση και μπορούσε να αρπάξει τον λαγό πιο εύκολα όταν τον πλησίαζε από το πλάι.
 
Οταν το κόλπο έπιασε, τότε άρχισαν να δουλεύουν σαν ομάδα και έπιαναν όσους λαγούς έκαναν το λάθος να χωθούν σε φασολιές και καλαμπόκια όπου δεν υπήρχε δυνατότητα να σπάσουν στο πλάι και έτσι τους προλάβαινε ο θανατερός Νταβέλης και τους άρπαζε τρέχοντας, καθώς τους καταδίωκε κυρίως με το μάτι και πιο λίγο με τη μυρωδιά.
 
Τις ημέρες του κυνηγιού τις ήξερε και ήταν πάντα έτοιμος. Σηκωνόταν πρώτος και περίμενε δίπλα στην πόρτα πριν ξημερώσει. Δεν δεχόταν όμως αλυσίδες ούτε να μπει σε αυτοκίνητο, έτσι μόνο γύρω από το χωριό συμμετείχε με τα υπόλοιπα σκυλιά και όταν γίνονταν κάποιες μακρινές εξορμήσεις με αυτοκίνητο, απλά ακολουθούσε τον παππού και το κοπάδι με τα πρόβατα χωρίς γκρίνιες και παράπονα.
 
Ενα πρωινό ο Νταβέλης δεν περίμενε στην πόρτα όπως συνήθως. Κάποια σκύλα της γειτονιάς «έσερνε» και τα αρσενικά σκυλιά του χωριού, τσοπανόσκυλα και οικόσιτα, μαζεύονταν κοπάδι πίσω της. Δεν υπήρχε λόγος να τον ψάξουμε ούτε να τον περιμένουμε. Αν ήθελε κυνήγι, θα ερχόταν μαζί μας. Ξεκινήσαμε την ανηφοριά χωρίς αυτόν, ενώ πίσω μας ακούγονταν τα μανιασμένα γαβγίσματα από τους τσακωμούς των αρσενικών.
 
Φτάσαμε ψηλά στη ράχη απέναντι από το χωριό, όταν τα σκυλιά σήκωσαν λαγό και άρχισαν την καταδίωξή του με απεγνωσμένες τσιρίδες. Ο λαγός έφυγε στο πλάι και σε λίγο χάθηκε, μαζί με τα γαβγίσματα, ένα χιλιόμετρο πιο κάτω στο γύρισμα της ρεματιάς. Ημουν ο μικρότερος, μόλις είχα βγάλει άδεια κυνηγιού, οπότε εγώ θα έτρεχα να πιάσω το μακρινό καρτέρι. Γρήγορα και συνοπτικά ο πατέρας μου έδωσε οδηγίες και κατευθύνσεις.
 
«Θα τρέξεις να πιάσεις πίσω από τη ράχη στο ρέμα, στη δική μας πλευρά, πάνω από τη βρύση που βγαίνει το μονοπάτι. Αν γυρίσει από εδώ μεριά, θα σου έρθει χαμηλά από τα χωράφια.
 
Αν τον πάνε απέναντι θα έρθει από τον δρόμο και θα τον δεις που θα πιάσει». Εφυγα τρέχοντας μέσα από τα λασπωμένα χωράφια ελπίζοντας να έρθει από τη μεριά μου και να τον προλάβω. Πίσω μου θα ερχόταν και ο θείος μου να πιάσει ψηλά τη ράχη. Αν άκουγε τα σκυλιά να περνούν απέναντι από το ρέμα, θα κατέβαινε στη θέση μου και θα πιάναμε νέα καρτέρια.
 
Πέντε λεπτά έκανα να συνέλθω από το λαχάνιασμα πάνω σε μια μικρή ραχούλα. Απέναντι, μετά τη ρεματιά, ούτε εκατό μέτρα απόσταση, ήταν ο χωματόδρομος και δίπλα μου απλώνονταν ένα κομμένο τριφύλλι δίπλα στο ρέμα… Ε ρε και να ερχόταν από εδώ, σκεφτόμουν και υπολόγιζα πώς και πού θα του ρίξω μέσα στο τριφύλλι. Τα γαβγίσματα είχαν σταματήσει να ακούγονται από ώρα. Επρεπε να περιμένω όμως εκεί μέχρι να με φωνάξουν, δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα και η κάθε αλλαγή θέσης προϋπόθετε την ενημέρωση από κοντά.
 
«Τον σήκωσαν κάτω στη σμίξη» ακούστηκε ο θείος μου καθώς πλησίασε, «θα περιμένουμε να ακούσουμε τα σκυλιά, για να δούμε προς τα πού θα πιάσει». Χοροπηδηχτά με χαλαρό τρέξιμο, εμφανίστηκε ξαφνικά ο λαγός στον χωματόδρομο. Πριν προλάβω να φωνάξω με τον ενθουσιασμό της νεότητας, με σταμάτησε ο θείος μου.
 
«Μη μιλάς, δεν μας είδε? να δούμε πού θα πάει» ψιθύρισε. Τον είχε δει πρώτος. Κάπου στο βάθος του δρόμου, χαμηλά στο γύρισμα της ρεματιάς, φάνηκαν νερά να πετάγονται δεξιά-αριστερά, σαν να περνούσε κάποιο μηχανάκι μέσα από τις γεμάτες νερό λακκούβες του δρόμου. Ηχος όμως από μηχανή δεν ακούγονταν, μόνο ένα αργό βραχνό αλύχτισμα κάπου κάπου. Αχνά γαβγίσματα ακούστηκαν σε λίγο, ήταν οι σκύλες που μόλις έστριψαν τη ράχη της ρεματιάς ακολουθώντας την πορεία του λαγού, τι ήταν όμως αυτό που ακολουθούσε τον λαγό μπροστά τους;
 
Ενα μαυριδερό σκυλί φάνηκε να τρέχει στη μέση του δρόμου, πετώντας σχεδόν πάνω από τις λακκούβες, αφήνοντας πίσω του ένα σύννεφο νερού.
 
Ταχύτητα & γάβγισμα
 
Με τέτοια ταχύτητα και γάβγισμα, έμοιαζε με τον δικό μας Νταβέλη, όμως αυτός ήταν στο χωριό, σχεδόν δυο χιλιόμετρα μακριά. Σε λίγο θα έβγαινε στο καθαρό μετά τα δένδρα και θα ξέραμε τι ήταν.
 
Ηταν ο Νταβέλης. Ακουσε τα γαβγίσματα της μάνας του, παράτησε τις αλητοπαρέες των αρσενικών και ήρθε εκεί που τον καλούσαν τα γαβγίσματα των λαγωνικών. Μπορεί να μην ήταν καθαρόαιμο αλλά ήταν ένα «καθαρό» λαγωνικό και έτσι έπρεπε να κάνει.
 
Εφτασε τα υπόλοιπα σκυλιά, τα προσπέρασε και καθώς ακολουθούσε τον λαγό με τους δικούς του ρυθμούς, τα άφησε πάνω από ένα χιλιόμετρο πίσω του. Ηταν ο καταπληκτικός Νταβέλης, αυτός που δεν σε άφηνε να ρίξεις στον λαγό αν ήταν πίσω του, τόσο κοντά τον είχε πάντα. Σχεδόν ακουμπούσε την ουρά του λαγού με τα δόντια του, πριν αυτός προλάβει να σπάσει στο πλάι. Μέχρι να μη βρει κάποια ρεματιά και πυκνό να χωθεί για να κερδίσει χρόνο, μόνο να βλέπεις μπορούσες τον λαγό με αυτόν τον σκύλο να τον καταδιώκει.
 
Τα σκυλιά τον έχασαν με τα περίτεχνα κόλπα που έκανε μπροστά στα μάτια μας, όμως ξέραμε πού είχε γιατακώσει. Κατεβήκαμε τη ρεματιά και πήγαμε συστημένοι φωνάζοντας τις σκύλες που μάταια τον έψαχναν στον δρόμο, όπου έφτιαξε το κόλπο του και άλλαξε πορεία.
 
Ο Νταβέλης ακολουθούσε τη μάνα του, αλλά με το κεφάλι ψηλά κάθε τόσο, περιμένοντας να ακούσει τσιρίδες και να δει τον λαγό να ξεπετιέται για να αναλάβει τον ρόλο του.
 
Δεν χρειάστηκε αυτή τη φορά όμως. Με την πρώτη τσιρίδα έπεσαν συγχρόνως δυο τουφεκιές. Εγώ από τον δρόμο και ο θείος μου από ψηλά στη ράχη, ρίξαμε σε φονικά διασταυρούμενα πυρά μόλις ο λαγός πετάχτηκε μέσα από την αγκαθιά που ήταν κρυμμένος. Επρεπε να προλάβουμε και τον Νταβέλη όμως, γιατί μόλις έπιανε τον λαγό θα πήγαινε πίσω στο κοπάδι με τα πρόβατα, κουβαλώντας τον με υπερηφάνεια, για να τον δείξει στον παππού. Δεν ξεχνούσε και τη δεύτερη δουλειά του, ήταν βαφτισμένο τσοπανόσκυλο και δεν το είχε ξεχάσει ποτέ του. Ο λαγός κατρακύλησε στα πόδια μου και τον μάζεψα πριν φτάσουν τα σκυλιά.
 
Δεν μπόρεσε να ευημερήσει πολλά χρόνια ο σκύλος αυτός. Πλήρωσε με τη ζωή του την ανεξαρτησία του. Τη δεκαετία του 1980 θεσπίσθηκαν σκληρά μέτρα για την καταπολέμηση της λύσσας που είχε κάνει την εμφάνισή της. Δεν υπήρχαν τότε δισταγμοί και αλλοπρόσαλλες διατάξεις για την προστασία των λυσσασμένων αλεπούδων και μαζί με αυτές θανατώνονταν μαζικά όλα τα αδέσποτα σκυλιά.
 
Ο Νταβέλης, όπως και όλοι οι απροσάρμοστοι «ωραίοι των ορέων», όπως αποκαλούνταν οι ληστές των βουνών, είχε το τέλος όσων δεν μπορούν να πειθαρχήσουν σε νόμους, κανόνες και περιορισμούς. Τα «αποσπάσματα» της Χωροφυλακής είχαν καθαρίσει τα βουνά από τους ληστές και τα «αποσπάσματα» καταπολέμησης της λύσσας σάρωσαν τα χωριά και όλα τα αδέσποτα σκυλιά έναν αιώνα μετά. Μαζί τους έφυγε και ένας ανεξάρτητος σκύλος που δεν ήξερε και δεν θέλησε ποτέ να μάθει το περιλαίμιο και την αλυσίδα της πειθαρχίας και των απαραίτητων περιορισμών.
 
Οι «ουέρτραγοι» σκύλοι των Κελτών ξαναζωντάνεψαν για ένα στιγμιαίο και τυχαίο κλικ της Ιστορίας και χάθηκαν εξίσου άδοξα και πρόωρα. Ο Νταβέλης, ως «ωραίος των σκύλων», έζησε λίγο αλλά παρέμεινε ως θρύλος των κυνηγόσκυλων, όπως και ο συνονόματός του, ο «ωραίος των ορέων», ο λήσταρχος Νταβέλης.
 
Θωμάς Μπατσέλας
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Χάρης Γκίκας
 

SVESTONOF

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ