Αρχική » Grid with Sidebar » Η χρονιά της φάσσας…

Η χρονιά της φάσσας…

by iHunt

Print Friendly, PDF & Email
demobanner
Η φετινή χρονιά ήταν σίγουρα η χρονιά της 20ετίας για τις φάσσες στη Δυτική Μακεδονία. Από νωρίς, αμέσως μετά τα περάσματα, η περιοχή κράτησε πολλά πουλιά και όσο πέρναγε ο καιρός τόσο αυξάνονταν οι αναφορές που έκαναν λόγο για ιδιαίτερα ενισχυμένη παρουσία τους. Τρεις – τέσσερις φορές προγραμματίσαμε με την παρέα να κάνουμε το ταξίδι της μιάμισης ώρας για να τις συναντήσουμε, μια και στις μπεκάτσες η κατάσταση φέτος ήταν… ψιλοδράμα. Ομως, λίγο ο καιρός, λίγο οι υποχρεώσεις, δεν τα καταφέραμε τελικά.
 
Γνωστοί και φίλοι που εξέδραμαν σε αυτό το διάστημα, ανεξάρτητα από την κάρπωση, έλεγαν όλοι, ανεξαιρέτως, πως είχαν δει πολλά πουλιά στις βόλτες τους. Υπήρξαν δε και περιπτώσεις από έγκυρες πληροφορίες που έκαναν λόγο για μεγάλες καρπώσεις.
 
 
Οι φάσσες έρχονταν από τον κάμπο σε ύψος πάνω από 400 μέτρα και τραβούσαν κατευθείαν για ένα ξεροβούνι
 
Στις 12 του Φλεβάρη, βρέθηκα για δουλειά στην ευρύτερη περιοχή και, επειδή το μεσημέρι θα με έβρισκε κοντά στα φασσοτόπια, επικοινώνησα με κάτι φίλους που είχαν αξιόπιστες πληροφορίες για να μάθω τα τελευταία νέα.
«Χθες απόγευμα, ένας φίλος πήρε πάνω από δέκα και του τέλειωσαν τα φυσίγγια», ήταν το πιο φρέσκο νέο. «Είχε πολύ αέρα και ανέβαιναν χαμηλωμένες μέσα από τις λακκιές».
 
Το τουφέκι και τα φυσίγγια τα είχα μαζί, αλλά η αμφίεσή μου δεν ήταν και η καλύτερη για τις πονηρές φάσσες που σε βλέπουν στο χιλιόμετρο. Παρ’ όλα αυτά, με την απόσταση να είναι λιγότερο από μισή ώρα, το δέλεαρ ήταν πλέον πολύ μεγάλο και, αφού ενημέρωσα στο σπίτι πως θα αργήσω, ξεκίνησα με τον φίλο Γιάννη να πάμε να δοκιμάσουμε την τύχη μας.
 
Φτάσαμε στο μέρος που μας είχαν υποδείξει τηλεφωνικά γύρω στις τέσσερις. Με λίγο ψάξιμο βρήκαμε έναν δρόμο που θα μας έβγαζε στην καρδιά του πιο «ύποπτου» μέρους, το οποίο είχε και άπλετη θέα προς τον κάμπο απ’ όπου θα τις περιμέναμε.
 
Με το που αφήσαμε το αυτοκίνητο, ακούσαμε τουφεκιές, αλλά πολύ μακριά, με αποτέλεσμα να μην τις συνδέσουμε με τα πουλιά που περιμέναμε. Σε λίγο, όμως, βλέπουμε το πρώτο κοπάδι που πρέπει να είχε πάνω από 300 πουλιά να πηγαίνει «καρφί» προς το μέρος απ’ όπου είχαν ακουστεί οι τουφεκιές. Οι φάσσες έρχονταν από τον κάμπο σε ύψος πάνω από 400 μέτρα και τραβούσαν κατευθείαν για ένα ξεροβούνι, το οποίο είχαμε προσπεράσει συνειδητά θεωρώντας πως δεν υπήρχε αρκετή βλάστηση για να τις τραβήξει προς τα κει για την κούρνια.
 
Δεν πρόλαβε να σβήσει το κοπάδι στο ξεροβούνι, να ‘σου και δεύτερο στην ίδια ρότα, να «σκάει» κι αυτό ακριβώς εκεί που «έσκασε» το πρώτο και να χάνεται πίσω από τα βράχια.
Σε λίγο πήραμε χαμπάρι πως ήμαστε εκτός παιχνιδιού, μια και σε λιγότερο από μισή ώρα είδαμε πάνω από δέκα κοπάδια φάσσες, (όλα μεγάλα) να τραβάνε την ίδια γραμμή και να χάνονται στο βουνό με τα βράχια.
 
Ετσι, μην έχοντας τίποτα να χάσουμε, μια και εξαρχής είχαμε συμφωνήσει πως η βόλτα θα ήταν κυρίως αναγνωριστική, γυρίσαμε στο αυτοκίνητο και τραβήξαμε κατά κει.
 
Στο ξεροβούνι
 
Φτάνοντας κοντά στο ξεροβούνι, διαπιστώσαμε πως υπήρχε ένας δρόμος που έβγαζε σχεδόν στην κορυφή. Ηταν όμως σκέτος βούρκος από τις λάσπες και έτσι δεν επιχειρήσαμε ανάβαση. Αντ’ αυτού, πήραμε έναν άλλο δρόμο που φαινόταν πιο σταθερός και διέσχιζε το βουνό προς την κατεύθυνση που έμπαιναν τα πουλιά, αλλά σε πολύ χαμηλότερο ύψος. Πλησιάζοντας στο επίμαχο σημείο, είδαμε παρκαρισμένα τρία αυτοκίνητα κυνηγών οι οποίοι είχαν ανέβει με τα πόδια ψηλότερα, μια και δεν υπήρχε άλλος δρόμος.
 
Σταματήσαμε κι εμείς και περιμέναμε να δούμε αν ήμασταν στο σωστό σημείο.
 
Οι φάσσες δεν άργησαν να εμφανιστούν ξανά, αλλά όπως είχε φανεί και στην αρχή, πετούσαν σε πολύ μεγάλο ύψος. Παρ’ όλα αυτά, είδαμε και μερικά μικρά κοπαδάκια σε χαμηλότερο ύψος, να κάνουν γύρες πιο κάτω από μας προς τον κάμπο, γεγονός που μας έδωσε την ελπίδα πως ίσως περάσει και από τα καρτέρια μας καμία.
 
Το ερώτημα βέβαια παρέμενε: «Τι διάολο κάνανε τα πουλιά εκεί πάνω στο ξεροβούνι, και μάλιστα τέτοια ώρα;» Γιατί, όπως φαινόταν, δεν φεύγανε προς τα πίσω, αλλά γυροφέρνανε το συγκεκριμένο βουνό.
 
Η μόνη λογική απάντηση που μου ήρθε στο μυαλό ήταν ότι πήγαιναν να φάνε τα πετραδάκια τους για να χωνέψουν, μια και στον κάμπο δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα. Αλλά και πάλι μου φαινόταν παράξενο.
 
Μεγάλη προσκόπευση
 
Τελικά, ανεξάρτητα από τον λόγο για τον οποίο τα πουλιά πήγαιναν στο ξεροβούνι, από τις πέντε και μετά άρχισαν να πέφτουν ξανά στον κάμπο για να κοιμηθούν στα ψηλά δέντρα γύρω από το ποτάμι.
 
Στην αρχή τις βλέπαμε να ξεχύνονται από την κορυφή του βουνού, και μάλιστα κάποια κοπάδια με απλωμένα τα φτερά σαν ακίνητες. Ο ήχος των φτερών που έκαναν από πάνω μας όσες φτεροκοπούσαν, με δεδομένη και τη μακρά μας αποχή από φασοκυνήγια τα τελευταία χρόνια, ήταν τόσο δυνατός που νομίζαμε μέχρι να τις δούμε ότι περνούσαν πολύ κοντά μας.
 
Στη συνέχεια, είδαμε μικρότερα κοπάδια να έρχονται στην περιοχή, αλλά από χαμηλότερα ύψη. Και σε αυτήν όμως την περίπτωση, οι ρότες τους ήταν πάνω από 300-400 μέτρα από μας. Το σίγουρο ήταν πως ξαφνικά βρεθήκαμε πολύ κοντά στην περιοχή που φάνηκε πως διάλεγαν για να κουρνιάσουν, και αυτό ανανέωσε το ενδιαφέρον μας και ανέβασε για τα καλά την αδρεναλίνη μας.
 
Για ένα μισάωρο βλέπαμε το ίδιο σκηνικό, με τα πουλιά να σκάνε όλα κοντά, αλλά όχι κάτω από διακόσια μέτρα, με αποτέλεσμα κατά τις πεντέμισι που άρχισε να πέφτει και ο ήλιος να ξεκινήσουμε για το αυτοκίνητο.
 
Ο Γιάννης είχε πιάσει το πιο μακρινό καρτέρι, με αποτέλεσμα να γυρίσω σε κάποια φάση να δω αν ερχόταν, με αποτέλεσμα εκτός από αυτόν να δω και μία εξάδα φάσσες που περνούσαν πίσω του σε απόσταση βολής. «Πίσω σου», του φώναξα με ένταση και αμέσως γύρισε και έριξε μία τουφεκιά.
 
Το ένα πουλί φάνηκε να ενοχλείται, αλλά χωρίς τίποτε περισσότερο. Πριν προλάβω όμως να ρωτήσω γιατί δεν έριξε δεύτερη τουφεκιά, περνά από πάνω του και μια μονή όσο αυτός άλλαζε φυσίγγια. Ηταν οριακά για μένα αλλά βλέποντας πως ο
Γιάννης δεν θα προλάβαινε, έριξα με μεγάλη προσκόπευση με το δίκαννο, αλλά αστόχησα.
 
Μέχρι να συμμαζευτούμε και να μου εξηγήσει πως το όπλο έκανε αφλογιστία, βλέπουμε στον κάμπο, εκεί που γυρόφερναν μέχρι εκείνη την ώρα τα πουλιά, να σηκώνεται ένα σύννεφο από φάσσες.
 
Τέτοια εικόνα δεν πρέπει να είχα ξαναδεί στην κυνηγετική μου… καριέρα. Τα πουλιά σπάσανε σε τρία-τέσσερα κοπάδια τα οποία αριθμούσαν χιλιάδες πουλιά και στη συνέχεια σε μικρότερα κοπάδια. Προφανώς σηκώθηκαν από τις τουφεκιές μας και, αφού πήραν ύψος, έκαναν πάλι γύρες για να δούνε πού θα ξαναπιάσουν.
 
Το θέαμα ήταν τέτοιο που μόνο με ψαρόνια σε παραλίμνια περιοχή της Βόρειας Ελλάδας μπορεί να παρομοιαστεί. Φάσσες παντού! Σε κάθε ύψος, σε κάθε γωνιά στο οπτικό μας πεδίο, άλλες πήγαιναν κι άλλες έρχονταν.
 
Παραμείναμε στις θέσεις μας και βλέπαμε τα κοπάδια να γυροπετούν. Κάθε που ένα κοπάδι έστριβε προς το μέρος μας λέγαμε «τώρα θα μας έρθουν», αλλά οι φάσσες είχαν άλλη άποψη και επέμεναν να γυροφέρνουν εκεί που αρχικά είχαν κάτσει. Δεν κάθονταν όμως, με αποτέλεσμα να απολαύσουμε το πρωτόγνωρο αυτό θέαμα για πάνω από ένα δεκάλεπτο.
 
Τελικά, ένα μεγάλο κοπάδι φάνηκε πως ερχόταν σε εμάς! Περιμέναμε ακίνητοι, αλλά τελικά πέρασε σε ελάχιστη απόσταση κάπου στα εκατό μέτρα, οπότε τις αφήσαμε. Σε λίγο ένα δεύτερο φάνηκε επίσης να έρχεται.
 
Τα πουλιά, βαριά, αργοπετούσανε και ο ερχομός τους βασανιστικός, με την αγωνία να μη στρίψουν στα τελευταία μέτρα. Πάλι όμως έγινε το ίδιο, μια και φαίνεται πως ήμασταν εκτός πεδίου πτήσης, με αποτέλεσμα να μείνουμε με την προσμονή.
 
Το σκηνικό δεν άλλαξε μέχρι τις έξι που τα πουλιά άρχισαν να χάνονται από το οπτικό μας πεδίο, έχοντας προφανώς κάτσει στην κούρνια τους. Σε όλο αυτό το διάστημα ακούστηκαν ελάχιστες τουφεκιές. Γεγονός που έδειχνε πως στην ουσία οι φάσσες παρέμειναν ανενόχλητες και απείραχτες.
 
Ξεκινήσαμε λοιπόν σιγά σιγά να φύγουμε με την τσάντα άδεια, αλλά το μάτι χορτάτο για τα καλά. Και ήδη σκεφτόμασταν το πώς και το πότε θα μπορούσαμε να ξαναπάμε στο μέρος αυτό μήπως και μπορέσουμε να βρεθούμε ακόμη πιο κοντά στα πουλιά και με αξιώσεις.
 
Χορτάσαμε θέαμα
 
Στη διαδρομή, είδαμε τις τελευταίες φάσσες. Μία τετράδα και ένα ζευγάρι στις έξι και τέταρτο ακριβώς, λίγο πριν από την ώρα της μπεκάτσας. Για πάνω από δυόμισι ώρες, δηλαδή, χορτάσαμε θέαμα και εικόνες σε μια χρονιά μάλιστα που στην περιοχή που μένω δεν κράτησε καθόλου φάσσες, κι είχα να τις δω από τα περάσματα.
 
Σκεπτόμενος την αντίθεση της άδειας τσάντας με τις γεμάτες εικόνες, έθεσα στον φίλο το ερώτημα τι θα προτιμούσε: να είχαμε πάρει από κάνα δυο ο καθένας αλλά χωρίς να δούμε άλλες ή αυτό που ζήσαμε; Και η απάντηση φυσικά ήταν κοινή και για τους δυο μας: «Τέτοιο θέαμα δεν το αλλάζαμε»…
 
Αλέξανδρος Γκάσιος

ΕΘΝΟΣ-ΚΥΝΗΓΙ

SVESTONOF

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ