Αρχική » Grid with Sidebar » Μια συνηθισμενη κυνηγετικη μερα

Μια συνηθισμενη κυνηγετικη μερα

by iHunt

Print Friendly, PDF & Email
demobanner

SVESTONOF

 

Νύχτα ακόμη. 

Η ψύχρα αισθητή αφού η φωτιά στο τζάκι έφαγε τα μεγάλα κούτσουρα που έκαιγαν από βραδύς. Ένα ανακάτεμα και δυο τρία ψηλά αρκούν για να δυναμώσει και πάλι.

Σε δυο λεπτά το νερό θα είναι έτοιμο για το καφέ. Κοιτάω από το παράθυρο που βλέπει ανατολή προσπαθώντας να ξεχωρίσω στο σκοτάδι τα λιγοστά φύλλα της γριάς καρυδιάς απέναντι. Νηνεμία. Μπήκε Νοέμβρης. Οι παγωνιές μας ήρθαν λίγο νωρίς, μαζί με τιςελπίδες ότι φέραν και τις μακρομύτες μαζί. Το νεράκι έτοιμο. Μια κούπα καφές, απαραίτητος πλέων για το ξύπνημα, και το υπόλοιπο στο θερμό για το βουνό. Ήδη τα σκυλιά ένιωσαν τις προθέσεις μου και τα ακούω να τεντώνονται. Δυο γουλιές και νιώθω ανυπόμονα έτοιμος. Έλεγχο για τα δέκα φυσέκια που παίρνω μαζί μου πλέον, φόρτωμα όπλο και τσάντα στο αυτοκίνητο, έχοντας τα σκυλιά να βιάζονται ποιο θα μπει πρώτο, και φύγαμε μες στο σκοτάδι την ώρα που όλη η πόλη κοιμάται. Μίση ωρίτσα για να φτάσω στο παράδεισο. Η μέρα χαράζει μόλις φθάνω και ανοίγω το παράθυρο του αυτοκίνητου για να πάρω μια ιδέα της θερμοκρασίας έξω. Το υψόμετρο μεγάλο και η παγωνιά εντονότερη απ’ ότι στο σπίτι. Θα χει πουλάκια σήμερα…

Στο βγαλμένο πίσω κάθισμα τα σκυλιά ακούν τις σκέψεις μου και βιάζονται να βγουν. Υπομονή να χαράξει λίγο ακόμα. Η Λουλου 9 χρόνων Σεττερ γνωρίζει καλά το παιχνίδι. Η Νταιζη, επανιελ μηνών ακόμη είναι μια μέρα ακόμη παιχνιδιού, αλλά και εκπαίδευσης.

Άρχισα να βλέπω καθαρά τα έλατα γύρω έχουν κοκκινίσει δίνοντας χρώμα στο ήδη καστανοκιτρινο περιβάλλον. Κάτω χαμηλά στο κάμπο τα σύννεφα έχουν καλύψει τα πάντα, δίνοντας μου την εντύπωση οτι είμαι στη κορυφή του κόσμου.

Ο ουρανός για μένα ανοιχτό θαλλασί. Σε λίγο ο ήλιος θα δηλώσει τη παρουσία του. Οι πρώτες μαύρες περνάν από πάνω μου τραβώντας για το κάμπο. Ένα κοτσύφι σπάει την ησυχία ειδοποιώντας ότι κάποιος ξένος έχει μπει στη περιοχή του. Βγαίνω από το αυτοκίνητο κουμπώνοντας το μπουφάν και βάζοντας το σκούφο χαμηλά… έχει ψύχρα. Κοιτώ κάτω και βλέπω ένα λεπτό στρώμα πάχνης στα ξερά χόρτα και τις φτέρες. Βγάζω τα σκυλιά που δείχνουν ότι δεν ξέρουν που να πρωτοπάνε.. Τρέχουν γύρω από το αυτοκίνητο σαν να νιώθουν την ελευθερία για πρώτη φορά.

Το ίδιο και εγώ. Λες και ολη τη βδομάδα είμαι φυλακισμένος… 

Δένω το όπλο,  χιαστή τη τσάντα και με μια ματιά μου τα σκυλιά μπαίνουν στα δένδρα. 

Αρχαίες οξιές. Πάνω από δέκα μετρά ύψος, με δεκάδες Χειμώνες στους κορμους τους. 

Τα κίτρινα φύλλα τους που δεν πέσαν ακόμα όλα, δημιουργούν ένα θόλο αδιαπέραστο από τον ήλιο. Το έδαφος στρωμένο από φύλλο στεγνό λόγω της ανομβρίας. Που και που συστάδες από φτέρες σπάνε το μονότονο έδαφος. Ο θόρυβος από τα βήματα μου και το τρέξιμο των σκυλιών πάνω στα ξερά φύλλα, εκκωφαντικός στα αφτιά μου. Προσπαθώ να είμαι προσεχτικός και να γίνω ένα με το δάσος. Να τ’ ακούσω. Η μύτη μου γεμίζει από τ’αρώματα του. Προχωράω κόντρα σ, ένα βοριαδάκι που φέρνει θυμάρι πιθανόν από την απέναντι πλαγιά. Τα σκυλιά έχουν μπει ήδη στον πυρετό της ανεύρεσης της βασίλισσας, περνώντας ποτέ ποτέ από μπροστά μου και χάνονται κάποιες στιγμές στα πυκνά. Ένα κοπάδι από φάσσες παίζει πάνω από τις οξιές και προσπαθώ να τις βγάλω από το μυαλό μου. Δεν ήρθα για σας κορίτσια… ίσως άλλη μέρα. 

Ήδη μισή ώρα περπατάω και νιώθω τα πνευμόνια μου να καίνε από το οξυγόνο. Έχω κάποια λεπτά χαμένη τη μεγάλη σκύλα και αυτό με κάνει νευρικό… προσπαθώ να την εντοπίσω ανάμεσα από τους γέρικους κορμούς. Όσο περίεργο και να φαίνεται το άσπρο χάνετε και γίνετε ένα με τα καστανόχρυσα χρώματα του δάσους. Πιάνει το μάτι μου δεξιά κάτι, και στρέφω το βλέμμα μου προς τα εκεί. ναι… ξεχωρίζω το πίσω μέρος και την μακρύτριχη ουρά της. Η μισή είναι χωμένη σε ένα συνδυασμό φτέρης και βάτου. Έχει παγώσει λες και έχει σταματήσει ο χρόνος. Είναι η στιγμή. Βιαστικά αλλά και όσο μπορώ αθόρυβα, την πλησιάζω και αντιλαμβάνομαι ότι και το κουτάβι κάνει το ίδιο με εμένα. Ίσως δεν έχει αντιληφθεί ότι αυτή είναι η στιγμή που θα πρέπει να μάθει, αλλά δείχνει ότι κάτι αντιλαμβάνεται. Έχω πάρει θέση και έχω αφεθεί στη μαγεία του να νιώθω ότι νιώθει και ο σκύλος. Ο συνκυνηγός μου. Η μύτη του, είναι τα μάτια μου. Βλέπω τις τρίχες στην ουρά του να τρέμουν… ίσα που αναπνέει. Είναι σίγουρο ότι εκείνη τη στιγμή έχει γυρίσει στην εποχή που κυνηγούσε για να φάει. Το ένστικτο του κυνηγού. Πιάνω τον εαυτό μου να διστάζει να αναπνεύσει. Τα δευτερόλεπτα .. λεπτά. Κάνει τη κίνηση του με ένα μετέωρο βήμα, σα να πατάει πάνω σε αυγά και δεν θέλει να τα σπάσει, να πλησιάσει λίγο ακόμη τη βασίλισσα που πιθανόν μετακινήθηκε λίγο. Ο ήχος από φτερούγες, που έχουν διανύσει χιλιάδες χιλιόμετρα, χτυπούν σε κλαδιά και σπανέ την ησυχία βγάζοντας με από τη νάρκωση.Είναι η στιγμή που πρέπει να τον ικανοποιήσω για την επιτυχή έρευνα που έκανε.

Το όπλο ανεβαίνει άτσαλα, ξεχνώντας κανόνες σωστής επώμισης και σκόπευσης και το δάχτυλο χαϊδεύει τη κρύα σκανδάλη. Ο ήχος του όπλου σκίζει το δασός απ’ άκρη σ’άκρη.

Η βασίλισσα κεραυνοβολημένη χάνει το ανάλαφρο και συγχρόνως δυνατό της πέταγμα και σαν φύλλο παρασυρόμενο από τον αέρα προσγειώνεται στα ξερά φύλλα. Χαρά και λύπη με πλημμυρίζει. Τα σκυλιά τρέχουν να βρουν τον άξιο αντίπαλο. Σε δευτερόλεπτα η Λουλου με καμάρι και ικανοποίηση έχοντας στο στόμα τη βασίλισσα έρχεται και την αποθέτει στα πόδια μου. Το κουτάβι προσπαθεί να πάρει και αυτό μέρος από τη δόξα της δασκάλας. Μυρίζει αχόρταγα το θήραμα εμποδίζοντας μου να το πάρω στα χέρια μου. Σηκώνω τη βασίλισσα και νιώθω το ζεστό ακόμα σώμα στα χέρια μου. Μεγάλο πουλί, πανέμορφο. Πόσες φορές άραγε να είχα δραπετεύσει από θηρευτές? 

Την αποθέτω με σεβασμό στη τσάντα και συνεχίζουμε. 

Ήδη τα σκυλιά έχουν ξαναπιάσει δουλειά. 

Στα εκατό μέτρα βλέπω ένα ξέφωτο. Ευκαιρία για μια στάση και λίγο καφέ. Κάθομαι σ’ένα σάπιο πεσμένο κορμό  αδειάζω το όπλο και το ακουμπώ δίπλα μου. Βγάζω το θερμό, και γεμίζω το μεταλλικό ανοξείδωτο ποτηράκι.  Μπροστά μου απλώνετε ο κάμπος.  Ήδη η ομίχλη έχει σηκωθεί, και μου αποκαλύπτει ένα μαγευτικό τοπίο γεμάτο από χρώματα φθινοπώρου.

Ακούω τσίχλες να παίζουν. Κίσσες σκούζουνε  Στην απέναντι πλαγιά τα κουδουνάκια από λαγόσκυλα γράφουν το δικό τους τραγούδι. Νιώθω τον ήλιο να ζεσταίνει τη πλάτη μου, και ευχαριστώ το πατέρα μου για άλλη μια φορά που μου έδειξε το μεγαλείο του κυνηγιού. Το σεβασμό στα λόγια του << πάρε από τη φύση μόνο αυτό που θέλει να σου δώσει. Αν έρθει μέρα που δεν θα βρίσκεις θήραμα θα είναι από δικό σου λάθος >>.Τα σκυλιά έχουν κουρνιάσει δίπλα μου με τα αυτιά τεντωμένα στους ήχους του βουνού.Βάζω το χέρι στη τσάντα και χαϊδεύω τα όμορφα φτερά.

Ώρα να συνεχίσω. Αλλάζω κατεύθυνση και μπαίνω μέσα στο έλατο. Η μυρωδιά από το ρετσίνι έντονη. Απόλυτη ησυχία. Το έδαφος καθαρό με λίγες φτέρες στα ξέφωτα. Ίσως εδώ έχω περισσότερες ευκαιρίες λόγω αιφνιδιασμού. Όχι πάνω από πενήντα μετρά η Λουλού έχει πάρει τη κλασσική για σέττερ κίνηση. Αυτή που κάνει η τίγρης όταν πλησιάζει το θήραμα. Δεν τρέχει… αιωρείται λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος. Μια κίνηση που αν και έχω δει άπειρες φορές κάθε φορά με ναρκώνει και οπλίζει τη σκανδάλη του μυαλού μου. Την ακολουθώ χωρίς να την ενοχλώ… ξέρει πολύ καλά τι κάνει. Κάποια στιγμή ξανοίγεται σα να έχασε το ντορό και είκοσι μέτρα από μένα γυρνάει απότομα σα να την είχα δεμένη από τη μύτη και τέντωσε το σχοινί. Πάγωμα. Κάνω δυο βήματα και τη κοιτώ στα μάτια. Έχει μπλοκάρει τη βασίλισσα ακριβώς ανάμεσα μας. Τι μια κοιτάει εμένα και την άλλη το έδαφος. Μαγική στιγμή. Ο χρόνος έχει σταματήσει. Στο μυαλό μου προσπαθώ να γράψω το σενάριο. Μάταιο. Σκαναρω το έδαφος μήπως και την εντοπίσω. Τίποτα. Τα λεπτά περνούν και συχρόνος έρχεται η χαλάρωση από τη μεριά μου… Μήπως είναι λευκή? Μήπως μας γέλασε και έφυγε λίγο πριν φθάσουμε? Είναι η στιγμή που περιμένει και το πουλί για να κάνει τη κίνηση του. Λες και μυρίζει την αδρεναλίνη στο αίμα μου. 

Το κουτάβι μη αντέχοντας τη πίεση κάνει δυο βήματα. Σα πεταλούδα.. σα σώμα χωρίς βάρος η βασίλισσα απογειώνετε κάθετα βάζοντας μεταξύ μας ένα κλαδί. Ρίχνω τη πρώτη και χωρίς να πάρω τα μάτια μου από πάνω της σε κάποιο άνοιγμα και τη δεύτερη ενώ το πουλί χάνετε πάνω από τις κορφές…Φτου!!! την έχασα. Με μάγεψε και χαλάρωσα ενώ δεν έπρεπε. Κρίμα. Ανοίγω το δίκαννο βγάζω τους άδειους κάλυκες και στο γέμισμα βλέπω τα κορίτσια να έρχονται με τη κυρία στο στόμα!! Το κουτάβι προσπαθεί να της πάρει το πουλί από το στάμα με αποτέλεσμά να κάνει οχτάρια για να το αποφεύγει μέχρι να φτάσει σε έμενα. Τελικά τη πέτυχα. Χάρη στο σκύλο δεν χάθηκε άδικα. Είναι κρίμα τέτοια πλάσματα να γίνονται βορά των αλεπούδων. Τη παίρνω στα χέρια μου και βλέπω ότι είναι ίδιου μεγέθους πουλί με το προηγούμενο. Το βάζω στη τσάντα προσεχτικά και έχω την εντύπωση ότι η τσάντα βάραινε…

Συνεχίζω με το όπλο σπασμένο, ακόμα σκεφτόμουν τι έγινε. Καρέ καρέ προσπαθώ να αποτυπώσω κάθε σκηνή, κάθε εικόνα, για να τη φέρνω στο μυαλό μου όταν θα είμαι εγκλωβισμένος στη καθημερινότητα. Μακάρι να μπορούσα να σταματήσω το χρόνο τη στιγμή της φερμας. Τότε που αυτό το μαγικό πουλί κάνει κυνηγό και σκύλο να μιλούν σα δυο ίδια πλάσματα. Δυο κυνηγούς….Σκηνές όπως τη πρώτη μπεκάτσα που πήρα, δεκάξι χρονών με ένα Saint Etiene φλωμπερ. Από τύχη μαζί με το πατέρα, το πουλί δεν με είχε αντιληφθεί και σηκώθηκε με χαμηλή κατεύθυνση προς τη κάννη του αδύναμου φλωμπερ. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη στιγμή παρότι περάσαν εικοσιπέντε χρόνια. Ίσως εκείνο το περιστατικό ήταν και το βάπτισμα. Αν και είχα αρχίσει από πολύ νωρίτερα να τον ακολουθώ, από τα έξι θυμάμαι, όταν ακόμα ο κυνηγότοπος απείχε μόλις 1000 μέτρα από το σπίτι, χωρίς να χρειαζόταν 4χ4 οχήματα. Όταν ακόμα έβγαινες από το σπίτι με το όπλο στον ώμο και το σκύλο στην αλυσίδα και η γειτονιά σου ευχόταν καλό κυνήγι, ελπίζοντας ότι θα πάρουν και αυτοί μερτικό εφόσον γυρνούσες γεμάτος. Και τις περισσότερες φορές γυρνούσες! Με τραβούσε μαζί του από χάραμα, με τη σφεντόνα στη κωλότσεπη και τα πόδια μου να βρεχόνται από τη πρωινή υγρασία, αλλά χωρίς να παραπονιέμαι, φοβούμενος ότι δεν θα με ξαναπάρει μαζί του. Μου μάθε να ξεχωρίζω το πέταγμα όλων των πουλιών. Του συκοφάγου, του τρυγονιού, της γερακότσιχλας. Τη διαφορά της φάσας από το φασοπερίστερο. Με μάλωνε όταν σα παιδί προσπαθούσα να παίξω με τραυματισμένο θήραμα. “Πρέπει να σεβόμαστε αυτό που μας δίνει η φύση” έλεγε…

Συνεχίζω μέσα στα έλατα ενώ ο ήλιος διαπερνά πλέον τα σκουροπρασινα φυλλώματα.Τα σκυλιά έχουν μειώσει το ρυθμό τους φανερά κουρασμένα.Το ίδιο και εγώ. Έχω φτάσει στο αυτοκίνητο, αδειάζω το οπλο, ξεκρεμώ τη τσάντα από τον ώμο, βγάζω το παγούρι από το αυτοκίνητο και γεμίζω τα δυο πλαστικά ταπερακια με νερό για να πιουν τα σκυλιά. Ακούω τις γλώσσες να χτυπούν αχόρταγα στο νερό. Στρίβω ένα τσιγάρο και βγάζω τα πούλια από τη τσάντα. Χαϊδεύω το όμορφο φτέρωμα και τα ακουμπώ στο διπλανό κάθισμα. Λύνω το όπλο και το βάζω στη θήκη. Μ’ ένα πήδημα και τα σκυλιά είναι μέσα. Επιστροφή…Βρίσκω το γερο να προσπαθεί να μαζέψει βρίζοντας τα πεσμένα ξερά φύλλα από την αυλή. Βγάζω τα σκυλιά που τρέχοντας μπαίνουν στα σπιτάκια τους.

– Πως πήγε? με ρωτάει, και μόλις βλέπει τα πουλιά στα χέρια μου διακρίνω τη λάμψη στα μάτια του. Ίδια με του λύκου μπροστά στο κοπάδι με τα πρόβατα. Τις παίρνει στα χέρια του,και εμφανίζετε το χαμόγελο μωρού παιδιού. Παλιός κυνηγός,που πλέον το πνεύμα πρόθυμο αλλά το σώμα… Φτιάχνει καφέ και για τους δυο μας και καθόμαστε πλάι στο τζάκι κρεμασμένος από το στόμα μου για να του πω τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Τι έκαναν τα σκυλιά, που τις βρήκα,τι φυσέκια είχα… Κάθε φορά μέσα από τις δικές μου εξιστορήσεις ξεδιπλώνει και δικές του ιστορίες. Ιστορίες που για κάθε κυνηγό είναι γνώριμες και αγαπητές όσες φορές και να τις ακούσει….

Μας πήρε μεσημέρι….-

 

©Ordinary Mortal απο το ordinarymortalgr.blogspot.gr

(κυνηγός μπεκάτσας)


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ