Αρχική » Grid with Sidebar » Ο Κρητικος Ιχνηλατης

Ο Κρητικος Ιχνηλατης

by iHunt

Print Friendly, PDF & Email
demobanner

 

SVESTONOF

Ο Κρητικός Ιχνηλάτης είναι φυλή (ράτσα) κυνηγετικών σκύλων που απαντάται στην Κρήτη. Θεωρείται μία από τις παλαιότερες κυνηγετικές ράτσες στην Ευρώπη, με περισσότερα από 4.000 χρόνια ιστορίας.

Καταγωγή

Η καταγωγή του Κρητικού Ιχνηλάτη ως πανάρχαιας φυλής, χάνεται στα βάθη τεσσάρων χιλιετιών. Όπως και η καταγωγή του Ελληνικού Ιχνηλάτη, οι λαγωνικοί της αρχαίας Ελλάδος και κατόπιν οι λαγωνικοί της Μεσογειακής Ευρώπης, κατάγονται από τους πανάρχαιους λαγωνικούς (σκύλους δρόμωνες) της Αιγύπτου. Οι σκύλοι αυτοί ήταν μεγαλόσωμοι, με σπαθάτο και κομψό κορμό, σκέλη υψηλά, λεπτά, αλλά πολύ ισχυρά , με όρθια αυτιά και κουλουριασμένη ουρά, τους οποίους χρησιμοποιούσαν στο κυνήγι της γαζέλας, όπως μαρτυρούν οι απεκονίσεις στους τάφους των πρώτων 8 Δυναστειών (2895-2160 π.Χ.) και ιδίως του τάφου του Μέττεν, ο οποίος στην αυλή του μεγάλου βασιλιά Χέοπα της 4ης Δυναστείας (γύρω στο 2720 π.Χ.) είχε το αξίωμα του «Μεγάλου κυνηγού». Οι περίφημοι αυτοί Λαγωνικοί προέρχονταν από 2 στελέχη, αφρικανικής και ασιατικής προέλευσης, τον άγριο Αβησσυνό σκύλο Σίμειο κ.Καμπερού (Κάνις Σιμένσις) και από τον Ασσύριο Λαγωνικό.

Πλην αυτών των μεγαλόσωμων λαγωνικών στην αρχαία Αίγυπτο και μάλιστα πριν από 4-5.000 χρόνια υπήρχε και μια άλλη κυνηγετική φυλή αλλά μικρόσωμη (λίγο μεγαλύτερη από το μισό ύψος των μεγαλόσωμων λαγωνικών), με όρθια αυτιά, κουλουριασμένη ουρά και ρυτίδες στο πρόσωπο, που είχαν τα χαρακτηριστικά του σημερινού αφρικανικού σκύλου Μπασέντζι όπως απεικονίζεται σε τάφους και σε ζωγραφιές πάνω σε βράχους. Τα σκυλιά αυτά οι αρχαιολόγοι τα ονόμασαν «σκυλιά του Χέοπα». Με την πτώση της βασιλείας των Φαραώ, εξαφανίστηκε και αυτή η φυλή. Στα μέσα του περασμένου αιώνα, Άγγλοι που εξερευνούσαν την κεντρική Αφρική, ανακάλυψαν το 1834 σε μερικές φυλές του νοτίου Σουδάν και του Κογκό σκυλιά που έμοιαζαν με τα πανάρχαια σκυλιά του Χέοπα. Από αιώνες η φυλή αυτή ζούσε στην καρδιά της Αφρικής σε απόλυτη καθαροαιμία, χωρίς επιμειξίες και διατήρησε την αρχαία μορφή της. Οι ιθαγενείς την χρησιμοποιούσαν και την χρησιμοποιούν στο κυνήγι. Η φυλή αυτή ονομάζεται Μπασέντζι (ή σκύλος του Κογκό, ή σκύλος βουβός, ή άφωνος).

Είναι σκυλί μικρομεσαίο σε μέγεθος (λίγο ψηλότερο απ’ το Κόκερ Σπάνιελ) αλλά πολύ λεπτότερο με εμφάνιση χαριτωμένη, λιπόσαρκη αλλά ισχυρή και ευκίνητη. Χαρακτηριστικά του είναι η σχολαστική καθαριότητά του (γλείφει όλο το τρίχωμα του όπως κάνει ο γάτος), δεν λερώνει ποτέ στο σπίτι, δεν εκπέμπει άσχημη μυρωδιά, καθώς και δεν γαβγίζει. Τα βασικά μορφολογικά του στοιχεία είναι, ύψος 40-43 cm, βάρος 10-11 κιλά,[1] αυτιά όρθια, ουρά με ένα ή δύο δακτυλίδια. Τρίχωμα βραχύ λευκό – υπόξανθο, λευκό – μαύρο, καστανό και τρίχρωμο (μαύρο κοκκινωπό και λευκό). Έχουν εξαιρετικά κυνηγετικά προσόντα. Ακολουθεί με ακρίβεια και σιωπηλά τα ίχνη του τριχωτού θηράματος (Αντιλόπης, λαγού), κυνηγά και το πτερωτό θήραμα και είναι άριστος θηραματοφόρος. Ειδοποιεί τον κυνηγό με την συμπεριφορά του (αφού δεν βγάζει φωνή) για την παρουσία θηρίου. Είναι επίσης πολύ καλό σκυλί συντροφιάς, καθόσον όχι μόνο είναι σκυλί πολύ καθαρό, αλλά και έξυπνο, προσεκτικό, ζωηρό και εύθυμο, και γίνεται μεγάλος φίλος των παιδιών, καθώς και αφοσιώνεται στον κύριο του και στο σπίτι.

Μεταξύ αυτών των δύο αρχαίων φυλών, του Μπασέντζι και του Κρητικού Ιχνηλάτη, παρότι ζουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και χωρίς καμία επικοινωνία, σε εντελώς και από κάθε πλευράς διαφορετικές βιοτικές συνθήκες και έχουν περάσει χιλιετίες, υπάρχουν σημαντικά κοινά σημεία όπως γενική μορφολογική εμφάνιση, οξύληκτο ρύγχος, μαύρο ακρορρίνιο, παρόμοια σκέλη, κυρίως όρθια αυτιά και προπάντων κουλουριασμένη ουρά. Αναφορικά με την ουρά καμία κυνηγετική φυλή της Ευρώπης, τύπου λαγωνικοειδούς η λαγωνικού, ούτε οι πολύ κατά τα άλλα όμοιες με τον Κρητικό Ιχνηλάτη μεσογειακές και νησιώτικες φυλές, Τσιρνέκο και Ποτένκο ιμπιζένκο, έχουν κουλουριασμένη ουρά όπως την έχει διατηρήσει κουλουριασμένη ο Κρητικός Ιχνηλάτης επι χιλιετίες, κληρονομώντας την από τους λαγωνικούς της αρχαίας Αιγύπτου. Όλοι οι λαγωνικοί και λαγωνικοειδείς έχουν μακριά ουρά, κατεβασμένη σχεδόν ευθυτενή ή ελαφρώς κυρτή. Ομοίως και οι λαγωνικοί της αρχαίας Ελλάδος δεν είχαν κουλουριασμένη ουρά.

Εισαγωγή στην Ελλάδα 

Την 2η προ Χριστού χιλιετία, ίσως και προγενέστερα, δηλαδή πριν από 4.000 και πλέον χρόνια, οι Κρήτες και αργότερα οι Φοίνικες, μέσω του εμπορίου με την Αίγυπτο εισήγαγαν τον Αιγυπτιακό Λαγωνικό στην Ελλάδα. Ο αρχικός τύπος του Αιγυπτιακού Λαγωνικού προσαρμόστηκε στις εδαφικές και κλιματολογικές συνθήκες της Ελλάδας και εξελίχθηκε στον τύπο των Ελληνικών λαγωνικών, που αναπαρίστανται σε τοιχογραφίες των ανακτόρων της Τίρυνθας στην Αργολίδα (1500π.χ) πολύ αργότερα σε κρατήρες (Τιμωρία της Άρτεμης, Σκυλιά του Ακταίονα) και αγγειογραφίες, οι οποίοι πλην των άλλων δεν είχαν περιτυλισσόμενη ουρά και γυρισμένη στο πάνω μέρος των γλουτών. Η ουρά τους, αντίθετα, ήταν μακρύτερη, ελεύθερη, ημίκυρτη και σε ορισμένα μαλλιαρή στην κάτω επιφάνεια. Αυτοί οι λαγωνικοί ύστερα από χίλια περίπου χρόνια (κυρίως με διασταυρώσεις) εξελίχθηκαν στους λαγοθήρες ή ιχνηλάτες της εποχής του Ξενοφώντα. Από αυτούς τους ιχνηλάτες κατάγεται ο σημερινός Ελληνικός Ιχνηλάτης ο οποίος δεν ανήκει πλέον στον λαγωνικό η λαγωνικοειδή τύπο, αλλά στον Βρακχοειδή (πράκ), στον οποίο ανήκουν τα πλείστα λαγόσκυλα και όλα τα πουλόσκυλα.

Κατά την ρωμαϊκή κατοχή του Ελληνικού χώρου, Ελληνικά σκυλιά (και όχι μόνο κυνηγετικά) είχαν μεταφερθεί στην Ιταλία, Γαλλία, (Γαλατία), Ελβετία, όπου ομοίως εξελίχθηκαν στους σημερινούς ιχνηλάτες (Ιταλικός. ιχνηλάτης «σεγκούτσιο», Ελβ. Ιχνηλάτης Ιούρα τύπου υπομέλανος κ.λ.π) οι οποίοι μοιάζουν αρκετά με τον Ελληνικό Ιχνηλάτη.

Πλην των μεγαλόσωμων λαγωνικών της Τύρινθας της εποχής του Ακταίονα υπήρχε και ένας μικρο-μετριόσωμος λαγωνικός, ο περίφημος Λακωνικός σκύλος, που χαρακτηριζόταν ο καλύτερος κυνηγετικός σε όλη την Ελλάδα. Δεν αποκλείεται οι δύο αυτοί τύποι λαγωνικών, διαφορετικοί κυρίως στο ανάστημα να διασταυρώθηκαν μεταξύ τους και να δημιούργησαν ένα μετριόσωμο λαγωνικό τύπο αρχικά ο οποίος με την παρέλευση των αιώνων εξελίχθηκε στον σημερινό Ελληνικό Ιχνηλάτη.

Οι Λαγωνικοί της Αιγύπτου, όπως ελέχθη μεταφέρθηκαν στην Κρήτη από τους εμπόρους της εποχής (Κρήτες, Φοίνικες) όπως έγινε από τον ίδιο χώρο και στην νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Όμως μεταξύ των εισαγωγών αυτών, υπάρχει διαφορά κυρίως ως προς το ανάστημα των εισαγομένων λαγωνικών. Συγκεκριμένα στην ηπειρωτική Ελλάδα εισάγονταν γενικά ψηλόσωμοι λαγωνικοί οι οποίοι ως μακροσκελείς και ταχύποδες και με το σπαθάτο σώμα, ανέπτυσσαν μεγάλη ταχύτητα στις ανοικτές πεδιάδες και συχνά άρπαζαν το λαγό στο τρέξιμο, αφού κυνηγούσαν με την όραση και όχι με την όσφρηση. Είχαν επίσης μεγάλη μυϊκή δύναμη και έτσι ανταπεξέρχονταν επιτυχώς στο κυνήγι του αγριόχοιρου καθώς και του λύκου (όπως τον κυνηγούν ο σημερινός ρώσικος λυκοθήρας – μπορζόι και ο Ιρλανδικός λυκοθήρας- γουλφχάουντ). Παρατηρώντας τις τοιχογραφίες των ανακτόρων της Τίρυνθας και συγκρίνοντας το ανάστημα των λαγωνικών εκείνων με το ανάστημα των κυναγωγών τους, θα πρέπει να είχαν ύψος που θα έφτανε τα 90 εκ. δηλαδή ανώτερο από των υψηλότερων λαγωνικών.

Στην Κρήτη

Στην Κρήτη αντίθετα κυρίως μετά (τις κατά πάσα πιθανότητα) πρώτες ανεπιτυχείς εισαγωγές ψηλόσωμων λαγωνικών, συνέχισαν να φέρνουν κατά το πλείστον (τουλάχιστον) μικρόσωμα σκυλιά που ανήκαν στην προλεχθείσα φυλή των λεγομένων «σκυλιών του Χέοπα» και την σημερινή Μπασέντζι. Η εκδοχή αυτή στηρίζεται στα εξής:

Η μαρτυρία του αγαλματιδίου μικρόσωμου σκύλου που βρίσκεται στο αρχαιολογικό μουσείο του Ηρακλείου, με όρθια αυτιά και κουλουριασμένη ουρά, που μοιάζει με το Μπασέντζι και το σημερινό Κρητικό Ιχνηλάτη.

Το κατά το πλείστον ορεινό και τραχύ και προπάντων βραχώδες και κρημνώδες έδαφος της Κρήτης είναι εντελώς ακατάλληλο για τον ορμητικό και ταχύτατο καλπασμό των μακρόποδων λαγωνικών.

Δεν υπήρχαν λύκοι, ούτε αλεπούδες, για την δίωξή τους, αλλά και αν υπήρχαν, θα προστατεύονταν στα αφιλόξενα και επικίνδυνα για τους λαγωνικούς ορεινά εδάφη.

Ακόμη πιο δύσκολα θα ήταν να κυνηγηθούν οι κρητικοί αίγαγροι, διότι, όχι μόνο διαβιούν σε ψηλά βραχώδη και κρημνώδη μέρη, αλλά, κυνηγημένοι, ανεβαίνουν σε ψηλότερα και απρόσιτα εδάφη, πηδώντας από τον ένα βράχο στον άλλο ή περνώντας γρήγορα από δύσβατους κρημνούς.

Κατόπιν αυτών, γίνεται φανερό ότι στην Κρήτη, λόγω των εδαφικών θηραματικών και γενικότερα περιβαλλοντικών συνθηκών, δεν ήταν εύκολο να ευδοκιμήσουν οι μεγαλόσωμοι λαγωνικοί, οι οποίοι, κατά συνέπεια γρήγορα εξαφανίστηκαν, αφού δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν από τους Κρήτες κυνηγούς. Αναπτύχθηκαν οι μικρομετριόσωμοι λαγωνικοί τύπου Μπασέντζι (όπως απεικονίζεται στο αγαλματίδιο του μουσείου Ηρακλείου), οι οποίοι, διατηρώντας βασικά στοιχεία του αρχαίου τύπου (όρθια αυτιά περιτυλισσόμενη ουρά κ.λ.π), με την πάροδο των αιώνων εξελίχθηκαν στο σημερινό Κρητικό Ιχνηλάτη.

Ο Κρητικός ιχνηλάτης επί 4000 χρόνια διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε ανταποκρινόμενος πλήρως στις εδαφοκλιματολογικές συνθήκες και θηραματικές συνθήκες της μεγαλονήσου, έχοντας αποκτήσει ισχυρή όσφρηση και ιχνηλασία, χωρίς να χάσει την λαγωνικοειδή μορφολογία του, όπως έγινε με τον Ελληνικό ιχνηλάτη, που έγινε βρακχοειδής τύπος λόγω της πολύ ευρύτερης κυκλοφορίας του στην Ηπειρωτική Ελλάδα και επικοινωνίας του με άλλες φυλές σκύλων. Η διατήρηση του λαγωνικοειδούς τύπου του οφείλεται στην νησιωτική απομόνωση του και στην διαβίωση του στις ορεινές περιοχές της ενδοχώρας, όπου δεν ήταν εύκολο να διασταυρωθούν με σκυλιά διαφορετικών φυλών, εκτός από τυχαίες διασταυρώσεις με ποιμενόσκυλα των ορεσίβιων κτηνοτρόφων. Ομοίως διατήρησαν το λαγωνικοειδή τύπο οι συγγενείς με τον κρητικό ιχνηλάτη ξένες νησιωτικές φυλές, Τσιρνέκο της Σικελίας και το Ποτέγκο ιμπιζενγκο των Βαλεαρίδων νήσων.

Στα αρχαία κείμενα 

Από την αρχαία εποχή, ο Kρητικός Iχνηλάτης, λόγω της νησιωτικής απομόνωσης του παρά τα άριστα κυνηγετικά προσόντα του, ιδίως στα ορεινά εδάφη, δεν ήταν γνωστός στην ηπειρωτική Ελλάδα, συνεπώς ελάχιστα, σχεδόν μηδαμινά, αναφέρονται για τον κρητικό σκύλο σε αρχαία ελληνικά κείμενα. Πρώτος ο Ξενοφώντας απλώς σημειώνει για την φυλή αυτή μεταξύ μερικών άλλων φυλών στον «Kυνηγετικό» του: «Προς δε τον ην τον άγριων κέκτησθε κύνας Iνδικάς, Kρητικάς, Λοκρίδας, Λάκαινας, άρκυς, ακόντια (κεφ.χ)»[2]. Στο απόσπασμα αυτό του «Kυνηγετικού» αναφέρεται ότι για τον αγριόχοιρο θα χρησιμοποιούνται σκύλοι Iνδικοί, Kρητικοί, Λοκρίδας και Λάκωνες. O ίδιος ο Ξενοφών υποδιαίρεσε στοιχειωδώς τα κυνηγετικά σκυλιά (που όλα ήσαν καταδιωκτικά) σε δύο τύπους: «τα δε γένη δισσά, Aι μεν Kαστοριά, αι δε αλωπεκίες»[3]. Στον ένα τύπο ανήκαν τα μεγαλόσωμα, που τα χρησιμοποιούσαν κυρίως στο κυνήγι του χοντρού θηράματος (αγριόχοιρου, ελαφιού κ.λ.π) και στον άλλο τύπο ανήκαν τα μικρόσωμα που χρησιμοποιούσαν κυρίως στο κυνήγι του μικρού τριχωτού θηράματος (λαγός, αλεπούς, κουναβιού κ.λ.π).

Παραδόξως ο Αριστοτέλης που απαρίθμησε επτά φυλές, προβαίνοντας σε μία απλή ταξινόμηση, με κριτήριο καθαρά γεωγραφικό, λαμβάνοντας υπόψη την γενέτειρα χώρα κάθε φυλής, δεν αναφέρει καθόλου την Κρητική φυλή: οι Ηπειρώτικοι, οι Λακωνικοί, οι Μολοσσοί, οι της Κυρήνης (Κυρηναϊκοί), οι Αιγυπτιακοί, οι Ινδικοί και οι Μελιταίοι (της Μάλτας). Aκόμη πιο παράδοξο είναι ότι σημειώνει μεν το σκύλο της Kυρήνης (Λιβύη), τον Κυρηναϊκό πρόγονο του σημερινού Ιταλικού Τσιρνέκο[4] και εξάδελφο του σημερινού Κρητικού Ιχνηλάτη, αλλά δεν αναφέρει τίποτα για τον Κρητικό σκύλο.

Αρχαιολογικά ευρήματα

Aν τα αρχαία κείμενα πληροφόρησης (ελληνικά και μεταγενέστερα λατινικά), σχετικά με την καταγωγή και την ιστορία του Κρητικού Ιχνηλάτη, είναι σχεδόν μηδαμινά, υπάρχουν διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία μαρτυρούν την αρχαία καταγωγή και την ιστορία του Κρητικού Ιχνηλάτη, η οποία συνδέεται με την ιστορία της Κρήτης. Το πανάρχαιο αγαλματίδιο του Κρητικού σκύλου που βρίσκεται στο αρχαιολογικό μουσείο του Ηρακλείου με όρθια αυτιά και κουλουριασμένη πάνω στα νώτα ουρά, που μοιάζει με τον σημερινό Κρητικό Ιχνηλάτη, είναι μία αναμφισβήτητη μαρτυρία.

Για την μελέτη του Κρητικού σκυλιού, κατά την Μινωική εποχή, για την οποία δεν υπάρχουν γραπτές πηγές, αντλούμε στοιχεία από διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα, που φέρουν απεικονίσεις του σκυλιού (σφραγίδες πηλού, σφραγιδόλιθοι) όπως αυτά παρουσιάζονται και αναλύονται από το βιβλίο του Έβανς «Το ανάκτορο της Mίνωα». Από τα ευρήματα αυτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν μια πυξίδα που προέρχεται από την Zάκρο και ένα πώμα πυξίδας από το Mόχλο στη οποία στην θέση της λαβής του πώματος κατέχει μια ανάγλυφη μορφή σκύλου ξαπλωμένου με την κοιλιά. H απεικόνιση αυτή μας δίνει με μεγάλη πιθανότητα τα γενικά χαρακτηριστικά του σκυλιού που ζούσε στην Kρήτη μεταξύ του 2700 και 2500 π.X. Με βάση τα στοιχεία που διαθέτουμε, η περιγραφή του Mινωϊκού σκυλιού που ακολουθεί θα πρέπει να είναι κοντά στην πραγματικότητα. Σώμα επίμηκες με εκλεπτυσμένη μορφή, κεφάλι μακρύ με ρύγχος λεπτό, αυτιά μικρά συνήθως όρθια, αλλά πολλές φορές γυρισμένα προς τα πίσω, μέση λεπτή με σκέλη μακριά και λεπτά, ουρά μακριά χοντρή, συχνά γυρισμένη προς τα πάνω. Tα χαρακτηριστικά αυτά φέρνουν μορφολογικά το σκυλί πολύ κοντά στο Αιγυπτιακό λαγωνικό, από το οποίο πιθανότατα προέρχεται.

O ίδιος τύπος σκύλου θα πρέπει να εξακολουθούσε να ζει στην Kρήτη και στην πρώιμη γεωμετρική περίοδο (900-650 π.X), αν κρίνουμε από σχετική απεικόνιση σε χάλκινο έλασμα, που βρέθηκε στο Iδαίο Άντρο και φυλάσσεται στο μουσείο του Ηρακλείου.

Την μεγαλύτερη φήμη παραγωγής γνήσιων Κρητικών σκύλων είχε η δυτική Κρήτη και κυρίως η περιοχή της Κυδωνιάς (των σημερινών Χανίων) Λέγεται μάλιστα ότι ο Κύδων, ο ιδρυτής της πόλης, είχε ανατραφεί από μία Κρητική σκύλα. Mιά άλλη μαρτυρία είναι η απεικόνιση σ’ ένα σάρδιο του 4ου και 3ου π.X. αιώνα ενός σκύλου με τα ίδια χαρακτηριστικά που βρίσκεται στο μουσείο του Ηρακλείου. Επίσης ο Οππιανός (2ο μ.X. αιώνας) στο έργο του «Κυνηγετικά» (κεφ.1,401) περιγράφει ένα σκύλο με χαρακτηριστικά όμοια του σημερινού Κρητικού Ιχνηλάτη.

Άλλες αναφορές

Ακόμα υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες επισκεπτών που βρέθηκαν στην Κρήτη μετά την κατάκτηση της από τους Τούρκους (1700-1800 μ.X.) που όλοι συμφωνούν στις περιγραφές οι οποίες επιβεβαιώνουν την παρουσία του Κρητικού σκύλου ακόμα στην Κρήτη. O ζωολόγος K. Κέλερ, ο οποίος μελέτησε βαθιά τους λαγωνικούς-λεβριεροειδείς σκύλους, συγκεντρώνοντας τους σε μία ομάδα που προέρχεται από τον πανάρχαιο αβησσυνό σκύλο (Kάνις Σιμένσις) κ. Καμπερού θεωρεί τον Κρητικό σκύλο σαν γνήσιο λαγωνικό που διατήρησε τα αρχικά χαρακτηριστικά του: Λεπτή και μακριά κεφαλή, αιχμηρό ρύγχος, ευρύ στήθος, ανασυρμένες λαγόνες και σκέλη υψηλά και νευρώδη. Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, οι αρετές και οι χρήσεις του Μινωικού αυτού σκύλου ήσαν πολλές: εύρωστος και γενναίος χρησιμοποιείτο για το κυνήγι του αγριόχοιρου (εκτός την λαγοθηρία). Ταχύς στο τρέξιμο, μπορούσε να τρέξει άνετα πλάι στους ίππους και γι’ αυτό αποκαλείτο και «πάριππος» Πολυδεύκης. Προικισμένος με μεγάλη αντοχή (από εδώ και «διάπονος») μπορούσε να κυνηγά σε απότομους βραχώδεις και δασώδεις κυνηγότοπους. Χρησιμοποιείτο και σαν ποιμενικός, σαν φύλακας και σαν συνοδός στις οδοιπορίες. Στην αρχαιότητα, όπως μας πληροφορεί ο Οβίδιος,[6] δεν εννοείτο αγέλη κυνηγετικών (καταδιωκτικών) σκυλιών, χωρίς ένα καλό Κρητικό σκυλί.

Φτάνοντας στην περίοδο του Μεσοπολέμου και ακριβώς το 1933, που πρώτος ο αρχαιολόγος και έφορος αρχαιοτήτων Ηρακλείου, Σπ. Μαρινάτος, μανιώδης κυνηγός και κυνόφιλος, δημοσίευσε στα «Kυνηγετικά Nέα» ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο με τίτλο «Αι περίφημοι Κρητικαί Kύνες της αρχαιότητος».

 


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ