Αρχική » Grid with Sidebar » Ο λαγός των… Χριστουγέννων..Μέρος B

Ο λαγός των… Χριστουγέννων..Μέρος B

by iHunt

Print Friendly, PDF & Email
demobanner
Τελείωσε η χριστουγεννιάτικη λειτουργία, μοίρασε το αντίδωρο ο παπάς και μπήκε στο ιερό. Οση ώρα τακτοποιούσε τα άγια στην Πρόθεση, έριχνε κλεφτές ματιές στο παράθυρο που έβλεπε το βουνό.
Τσίριγμα  ακούστηκε λίγο πιο κάτω από την κορυφή και τα σκυλιά ξεχύθηκαν όλα μαζί γαβγίζοντας. Τον σήκωσαν τον λαγό. Δεν τόλμησε να βγει έξω από το ιερό ο παπάς. Πλησίασε κοντά στο τζάμι για να βλέπει καλύτερα. Ενα πνιχτό γέλιο ακούστηκε άθελά του.
Ο λαγός, όπως τον στρίμωξαν τα σκυλιά, έπαιρνε τον κατήφορο αντί να πάει προς το καρτέρι της κορυφής και σε λίγα λεπτά θα έφτανε χαμηλά στην εκκλησία.
«Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε πάντα εν σοφία εποίησας» είπε, χαμογελώντας για το πάθημα του φίλου του. Ο λαγός ακολούθησε τον δρόμο και βγήκε στο γύρισμα της ράχης ανάμεσα στα βράχια. Εδώ θα έκανε τα κόλπα του, ήξερε καλά ο παπα – Μανώλης τα τερτίπια του και γνώριζε ήδη πού θα πιάσει γιατάκι. Τα σκυλιά θα τον έχαναν. Ετσι και έγινε.
Ανεβοκατέβηκε δυο φορές ο λαγός τη ράχη, πήδηξε ψηλά στα βράχια,  μετά έσπασε δεξιά στο ρέμα και βγήκε απέναντι.
Γύρισε πάλι πίσω και με ένα άλμα βρέθηκε κάτω στο μονοπάτι που τον έβγαλε στο μεγάλο ξέφωτο πάνω από την εκκλησία.
Ανάμεσα σε δυο μεγάλες πέτρες χώθηκε με ασφάλεια, αφού τα σκυλιά είχαν σταματήσει να ακούγονται από ώρα και ταλαιπωρούνταν ανάμεσα στα βράχια να ξεμπλέξουν.
«Πέτρα καταφυγή τοις λαγωοίς»  μονολόγησε ο παπάς, «πάντα εν σοφία εποίησας …πάντα προς σε προσδοκώσι, δούναι την τροφήν αυτών» συμπλήρωσε με νόημα.
Πλησίασε την εικόνα του Αγίου Ευσταθίου, προσκύνησε τον προστάτη των κυνηγών και βγήκε χαρούμενος από την εκκλησία. Ο λαγός ήταν ευλογία του Αγίου για τα Χριστούγεννα.
Πήρε το τουφέκι, έβαλε τα φυσίγγια στις θαλάμες και προχώρησε προς τα εκεί που είδε τον λαγό να κρύβεται. Πυροβόλησε πριν καλά καλά σταματήσει να σκοπεύσει
Ολοι τον περίμεναν με ανυπομονησία. «Πήγαινε βρε Δημητρό και πες την παπαδιά να σου δώσει το όπλο και δυο μόνο σφαίρες» είπε με νόημα, μόλις είδε τον ανιψιό του. Και άλλες φορές τον είχε στείλει να φέρει το όπλο του μετά τη λειτουργία.
Ο μικρός τον ακολουθούσε στο βουνό για να κουβαλάει γεμάτος χαρά και υπερηφάνεια τον λαγό πίσω στο χωριό.
Ο μπαρμπα – Χρήστος ήταν σε απόγνωση. Ακουγε τα σκυλιά να κατηφορίζουν τη ράχη και ήξερε πού θα φτάσει ο λαγός. Στην εκκλησία και στον παπα – Μανώλη. Και το χειρότερο ήταν ότι όλοι οι φίλοι του θα είχαν μαζευτεί στη βελανιδιά για να καμαρώνουν τα κατορθώματά του. Η καζούρα στο καφενείο όταν κατέβαινε θα ήταν απερίγραπτη.
Ο παπάς είχε μαζέψει την κομπανία από το καφενείο και την είχε φέρει στο σπίτι του. Και αυτός τους είχε παρατήσει για να ψάξει τον λαγό μόνος του.
Μέρα γιορτής του παράτησε την εκκλησία για να σκοτώσει τον λαγό και όχι μόνο του ξέφυγε αλλά κατέβηκε στην εκκλησία. Το τι θα άκουγε, ειδικά από τον Κωνσταντή που ήταν πειραχτήρι, δεν λέγεται. Μέχρι και ότι ο λαγός μπήκε στην εκκλησία και κρύφτηκε στο στασίδι του, θα έλεγε στο καφενείο.
Ο παπα – Μανώλης…
Ξεκίνησε να κατεβαίνει άκεφος, ούτε τσιγάρο δεν είχε κουράγιο να στρίψει. Ετρεμαν τα χέρια του από την ταραχή.
Αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι από την πίσω πόρτα του μαγερειού, που έβλεπε στα σοκάκι. Αν έμπαινε στα κρυφά και γλίτωνε την πρώτη κρυάδα, μετά θα τα μπάλωνε κάπως στο καφενείο. Αλλαξε κατεύθυνση και γύρισε προς τη ρεματιά αντί να συνεχίσει τη ράχη. Θα έκανε μεγάλη γύρα μέχρι να φτάσει στο χωριό.
Μια τουφεκιά αντιλάλησε χαμηλά προς την εκκλησία. Τον γνώριζε καλά αυτόν τον ήχο. Το τουφέκι του παπά ήταν. Ωρα είναι  να μπήκε στα αλήθεια ο λαγός στην εκκλησία, σκέφτηκε και ανατρίχιασε μόνο στην ιδέα να έγινε κάτι τέτοιο.
Δεν θα τολμούσε να εμφανιστεί στο καφενείο έναν χρόνο. Πυροβόλησε στον αέρα ο παπάς, κατέληξε ανακουφισμένος, για να σπάσουν πλάκα μαζί του οι χωριανοί. Τα έκανε αυτά ο φίλος του.
Ο παπα – Μανώλης δεν χρειάστηκε να καθυστερήσει πολύ. Πήρε το τουφέκι, έβαλε τα φυσίγγια στις θαλάμες και προχώρησε προς τα εκεί που είδε τον λαγό να κρύβεται. Πυροβόλησε πριν καλά καλά σταματήσει να σκοπεύσει και ο λαγός κατρακύλησε το πρανές μέχρι τα πόδια του.
Ο Δημητρός, που ακολουθούσε μερικά βήματα πίσω του, έτρεξε γρήγορα και τον σήκωσε ψηλά φωνάζοντας «νάτος ο χριστουγεννιάτικος λαγός». Οι θεατές  από το πεζούλι της εκκλησίας άρχισαν να μουρμουρίζουν για τη σκοπευτική δεινότητα και την τύχη του παπά. Πολύ θα ήθελαν να μην πετύχαινε τον λαγό, ώστε να διασκεδάζουν για χρόνια με το πάθημα των δύο κυνηγών.
Σαν κλέφτης…
Σε πανηγυρική πομπή ξεκίνησαν. Μπροστά πήγαινε όλο καμάρι ο Δημητρός κρατώντας έναν τεράστιο λαγό, πίσω του ο παπάς με το όπλο στον ώμο και ακολουθούσε όλη η ομάδα των περιγελαστάδων με γέλια και χαχανητά.
Σαν κλέφτης έστριψε στο σοκάκι ο  κυνηγός. Κανείς δεν τον είδε. Είκοσι μέτρα ακόμη και θα περνούσε στην ασφάλεια της πίσω αυλής.
Ανοιξε προσεκτικά την αυλόπορτα που έτριξε χειρότερα από το μαγκάνι του πηγαδιού. Αναθεμάτισε την ώρα που δεν τη λάδωνε τόσο καιρό. Ωρα είναι να εμφανιστεί και αυτή η γρουσούζα η γειτόνισσα και να τον ρωτήσει περιπαιχτικά:
«Τι έφερες σήμερα μπαρμπα – Χρήστο;». «Μπαρμπαριά και Τούνεζι» τού ξέφυγε φωναχτά. Εκλεισε βιαστικά πίσω του την πόρτα και ξεφύσησε ανακουφισμένος. Τώρα μπορούσε να ανάψει τσιγάρο.
Σήκωσε το κεφάλι και πάγωσε. Το τσιγάρο έπεσε από τα χέρια του.
Στην πόρτα του μαγερειού κρέμονταν ένας τεράστιος λάγαρος. Εχει γούστο να τον πήρε ο παπάς με την τουφεκιά που άκουσα, σκέφτηκε με απόγνωση.
Κρέμασε το όπλο και έβγαλε τις μπότες του. Τον λαγό δεν τόλμησε να τον αγγίξει. Μπήκε αθόρυβα στο σπίτι από τη βοηθητική πόρτα του μαγερειού. Φωνές και γέλια ακούγονταν από το καλό δωμάτιο.
«Ηρθες επιτέλους ευλογημένε;» ακούστηκε η κυρα – Βασίλω καθώς τον αντίκρισε να στέκεται στη σάλα. Κουβαλούσε έναν δίσκο γεμάτο ποτηράκια με ρακί.
«Αινείτε τον Κύριο εν τυμπάνω και χορώ, αινείτε αυτόν εν χορδαίς και οργάνω» ακούστηκε η βροντερή και γελαστή φωνή του παπα – Μανώλη και αμέσως μετά ένα τύμπανο άρχισε να βροντοκοπά για να ακολουθήσει το κλαρίνο του Νίκου.
Ο παπάς είχε μαζέψει την κομπανία από το καφενείο και την είχε φέρει στο σπίτι του. Και αυτός τους είχε παρατήσει για να ψάξει τον λαγό μόνος του.
«Ελα μέσα Χρήστο, έλα, ήρθε και ο λαγός επίσκεψη στο σπίτι σου» άρχισε την καζούρα μόλις τον είδε ο Κωνσταντής.
Αρπαξε την κανάτα με το κρασί από το τραπέζι της σάλας και όρμησε στο δωμάτιο. Πριν προλάβει να μιλήσει κανείς, έπιασε τον παπά και τον έβαλε μπροστά να σύρει τον χορό. Τα όργανα έπαιζαν τον καπετάν Λούκα.
Πετάχτηκαν  όλοι και πιάστηκαν στη γύρα ενώ αυτός τους κερνούσε όλους στη σειρά, με το ίδιο κρασοπότηρο. Τα χρόνια πολλά, οι χειραψίες και η αγκαλιά με τον παπά ακολούθησαν μόλις σταμάτησε ο χορός και τα όργανα.
Αυτό το πειραχτήρι ο Κωνσταντής δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη, «ένας λαγός σε ψάχνει μπαρμπα – Χρήστο… δεν σε βρήκε στην εκκλησία και ήρθε κατά δω… μήπως τον συνάντησες;».
«Α, ρε ζαγάρι του κερατά, δική σου ιδέα ήταν ή του παπά;» είπε γελώντας και τους αγκάλιασε και τους δύο. Αυτό ήταν. Γλίτωσε την υπόλοιπη καζούρα με τα γέλια του και κάθισε δίπλα στον φίλο του. «Πώς το λές αυτό με τον αμαρτωλό ρε παπά; Πες το εσύ για μένα».
«Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με» απήγγειλε με σοβαρότητα ο παπα – Μανώλης. Ηξερε καλά τον φίλο του, είχε ήδη συνέλθει και μετανιώσει για τα πρωινά καμώματά του.
«Μα να φύγεις από την εκκλησία βρε ευλογημένε» τον μάλωσε τάχα αυστηρά ο παπάς. «Σώπα παπά, τυχεροί είμαστε… ευτυχώς τον πήρες τον λαγό… σκέψου να μας έφευγε και τους δυο, το τι θα ακούγαμε… Τραγούδι θα μας είχαν κάνει  την αποκριά».
Για καμιά ώρα συνέχισαν το γλέντι πριν φύγουν για να επισκεφτούν και τους υπόλοιπους που γιόρταζαν. Ο μπαρμπα – Χρήστος στάθηκε στην εξώπορτα να τους ξεπροβοδίσει.
«Τον νου σου για τον λαγό που σε ψάχνει, θα σε γρατσουνίσει…» φώναξε ο Κωνσταντής και ξεράθηκαν στα γέλια όλοι τους. Βγήκε πίσω στο μαγερειό ξαλαφρωμένος. Δεν φοβόταν πια την καζούρα, γελούσε περισσότερο από τους άλλους με το πάθημά του.
Εγδαρε τον λαγό, έριξε τα αυτιά στο μικρό κουτάβι που τον παρακολουθούσε, τον έκοψε κομμάτια και τον παρέδωσε στη Βασιλική που ετοίμαζε ήδη τα τηγάνια της.
Εκτός από την τηγανιά του χοιρινού, και ο λαγός θα μαγειρεύονταν πριν από το μεσημέρι.
Τα Χριστούγεννα πάντα έτρωγαν μαζί με τον παπά και το τραπέζι τραβούσε μέχρι αργά, καμιά φορά μέχρι το πρωί, με ιστορίες από τα κυνήγια τους.  Αυτήν τη φορά θα είχαν και έναν λόγο παραπάνω.
«Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον» είπε ο παπάς μόλις κάθισαν όλοι οι φίλοι στο τραπέζι, πριν ακόμη πει την καθιερωμένη προσευχή για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
«Ορη τα υψηλά ταις ελάφοις, πέτρα καταφυγή τοις λαγωοίς», το έμαθα καλά αυτήν τη φορά παπά μου, ακούστηκε ο μπαρμπα – Χρήστος να συνοδεύει τον φίλο του.
«Τον άτιμο όμως τον λαγό τι μου έκανε… να κατεβεί στην εκκλησία ενώ εγώ έπιασα την κορυφή… Αντε παπά εβίβα… Οίνος ευφραίνει καρδίαν…».
Ακόμη μια χρονιά η παρέα θα τελείωνε το κρασί του παπά με γλέντι, φαγοπότι και  χορό και φυσικά με τις ατέλειωτες ιστορίες των κυνηγών για τους λαγούς που ξέφυγαν… και τον χριστουγεννιάτικο λαγό του μπαρμπα – Χρήστου που κρύφτηκε στην εκκλησία.
Θωμάς Μπατσέλας
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Θωμάς Μπατσέλας

SVESTONOF

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ