Αρχική » Grid with Sidebar » Ο Μάρξ δεν είναι πιά εδώ…..

Ο Μάρξ δεν είναι πιά εδώ…..

by iHunt

Print Friendly, PDF & Email
demobanner

Ο επί δέκα χρόνια φίλος, και συγκυνηγός, μα πάνω απ’ όλα σύντροφός μου, έφυγε σήμερα για τα ατέλειωτα λιβάδια του απεριόριστου, ελεύθερου κυνηγιού, για ν’ ανταμώσει τον Τζάκ, τη Σπίθα, τον Γκλεν, τον Αλή, το Νίνο, τη Φούλα, τη Λάρα, τον Ερμή, Το Μάρκο, τον Κούλ, τη Τζίνα, τον Ερμή, τη Γκαϊάνα και όλα τ’ άλλα σκυλάκια, συντροφιάς ή κυνηγιού, έχουν περάσει απ’ τη ζωή μου.

SVESTONOF

Κι ήταν πολλά! Κάποια τα αγόρασα, άλλα μου τα δώσανε, άλλα τα μάζεψα απ’ το δρόμο.

Κυνηγός κι ο πατέρας μου, παθιασμένος με τα σκυλιά, ανάμεσά τους μεγάλωσα. Έφτασε περίοδος που είχαμε 13 στην πυλωτή του πατρικού μου!

Υπήρξε στιγμή που είχα 11 μόνος μου, τα καλά τα χρόνια, τότε που ζούσα στη Μαρώνεια, σ’ ένα μικρό σπίτι, μα με μιά τεράστια αυλή, γεμάτη δένδρα.

Κάποια τα χάρισα (δεν πούλησα ποτέ, το θεωρούσα προδοσία), άλλα μου κλέψανε, τα πιο πολλά μείνανε κοντά μου μέχρι το τέλος τους.

Τα περισσότερα απ’ αυτά φύγανε από γηρατειά, ένα από εγκεφαλικό, ένα σε τροχαίο, ένα από φόλα (η μόνη φορά που έβρισα το Θεό και καταράστηκα άνθρωπο), ένα σε κυνηγετικό ατύχημα.

Ευθανασία δεν χρειάστηκε να κάνω ποτέ.

Και χτες μου ζητήθηκε να αποφασίσω γι αυτό. Ας με συγχωρέσουν οι άνθρωποι, μα ήταν η δυσκολότερη και πιο επώδυνη απόφαση που κλήθηκα να πάρω στα 60 χρόνια της ζωής μου.

Ας με συγχωρήσει ο Θεός, μα για άνθρωπο δεν έχω κλάψει τόσο. Δεν έχω κλάψει έτσι.
.
Ήρθε μικρός στα χέρια μου. Ένα ξανθό λαμπραντοράκι, πανέμορφο, γιομάτο παιχνίδι και ζωντάνια. Ο Κωνσταντίνος μου δεν ήταν καλά καλά στα 4, ο καθ’ ένας μπορεί να καταλάβει τι γίνηκε…

Αξέχαστες στιγμές, αξέχαστες εικόνες! Ένα ξύλινο σκουπόξυλο, στη μια του άκρη το κουτάβι του ανθρώπου – στην άλλη το κουτάβι του σκύλου, ώρες ατέλειωτες παιχνιδιού, γέλια, φωνές, γρυλίσματα, γαυγισματάκια…

Κανείς τους δεν βαριότανε! Με το ζόρι τον μαζεύαμε το γιό μου. Και την άλλη μέρα το ίδιο και την άλλη και την άλλη…

«Ρε, μου χαλάς το σκύλο» πείραζα τον μικρό. «δεν είναι παιχνιδόσκυλο, κυνηγόσκυλο είναι, για να φέρνει τα πουλιά».

«Αυτό του μαθαίνω» μου απαντούσε με τα λ και τα σ της ομιλίας του μωρού, «να φέρνει το ξύλο»

-Ναι, αλλά πρέπει και να τον μάθεις να το δίνει!

-Κι άμα το δίνει, πως θα παίζουμε;

Και «πετούσε» το σκουπόξυλο 20-30 πόντους πιο πέρα για να το «φέρει» ο Μάρξ, να συνεχίσουν το παιχνίδι. Είχε μάθει και του φώναζε και «απόλτ» κι εγώ έλυωνα στο γέλιο…

Το κουτάβι του ανθρώπου μεγάλωσε, γίνηκε αντράκι, τα παιχνίδια του αλλάξανε, γίνηκαν πιο περίπλοκα, πιο σύγχρονα, πιο «ανθρώπινα»…

Ο Μάρξ, παρέμεινε εκείνο το ίδιο κουτάβι, μέχρι την τελευταία του μέρα! Όσοι τον γνώρισαν θα τον θυμούνται με κάτι στοστόμα! Τι ήταν αυτό το κάτι; Οτιδήποτε.

Με το που έβλεπε άνθρωπο να ζυγώνει, άρπαζε ότι έβρισκε μπροστά του, ένα ξύλο, μια πέτρα, ένα μπουκάλι κι έτρεχε: «πετατό μου, να στο φέρω, να παίζουμε».

Ένας παντοτινός κούταβος! Μόνο το κορμί του μεγάλωσε. Κι εκείνη η απίστευτη κεφάλα…

Κι αργότερα, περνώντας τα χρόνια, άσπρισε, έτσι όπως άσπρισα κι εγώ, μα ποτέ δεν έπαψε να είναι ο κούταβος, έτσι όπως δεν έπαψα κι εγώ..

Μέχρι τα τρία του χρόνια, δεν έδειξε καμιά διάθεση, κανένα πάθος γιά κυνήγι. Γελούσανε οι φίλοι, με πειράζανε.

Σκοτωμένο το παπί, μέσα στη λίμνη, σημασία ο Μαρξ! Έπιανα πέταγα ένα ξύλο δίπλα στο θήραμα, ο Μάρξ βούταγε κι έφερνε το ξύλο!!!

«Δώστον βρε, να πάει σε κάνα σαλόνι, δεν το βλέπεις που δεν θα γίνει ποτέ του κυνηγός; Τσάμπα το ταΐζεις», όλοι μου το ‘πανε.

Δεν τον έδωσα. Ήταν ο σκύλος ο δικός μου κι ο φίλος του παιδιού μου.

Ένα παγωμένο Δεκεμβριάτικο απόγευμα, χίλια μποφόρ βοριά, τα πουλιά να μη χαμηλώνουν με τίποτα, κρύο του θανάτου κι ένα κριτσάλι να σου τρυπά τα μάτια, εγώ καθιστός στο σκαμνί, χωμένος σ’ ένα γιαλγκίνι, να κόβει όσο κόβει τον αέρα, ο Μάρξ –όπως πάντα- κουλουριασμένος στα πόδια μου, να μη νοιάζεται ούτε για πουλιά ούτε για κυνήγια, μια ξεμοναχιασμένη καστανιά, μια απελπισμένη τουφεκιά στα μεσούρανα, το πουλί πέφτει φτερουγαριά, στριφογυρίζοντας στον αέρα κι εκεί γίνεται η μεταμόρφωση: ο Μάρξ τινάζεται όρθιος, παρακολουθεί το πουλί που πέφτει κι όσο πάει απομακρύνεται καθώς το παρασέρνει ο αέρας, σηκώνει τρίχα, ορμάει στη λάσπη, χώνεται στα καλάμια και επιστρέφει με το πουλί στο στόμα, ένα αλλιώτικο σκυλί, ενηλικιωμένο σ’ ένα απόγευμα, κυνηγός σε μια στιγμή…

Αγκαλιές εγώ, φιλιά, κυλιόμασταν στην παγωμένη λάσπη, πανηγυρίζοντας σαν να είχα πιάσει το τζακ-ποτ…

Δεν θα περιγράψω τα κυνηγετικά του κατορθώματα από κει και πέρα. Ο Μάρξ γίνηκε ένας καλός επαναφορέας, που έκανε τη δουλειά του τίμια και με μεράκι και το μόνο που ζήταγε από μένα, ήτανε ένα κουπάκι τροφή, άντε και κάνα μεζεδάκι απ’ το δικό μου φαγητό, ένα χάδι και που και που να του πετάω ένα ξύλο για να παίξουμε.

Τα πρώτα χρόνια, πολλές φορές, όταν εγώ ξεκίναγα να γυρίσω στην καλύβα, εκείνος την κοπάναγε, κρυβόταν, για να συνεχίσει το κυνήγι ή για να κάμει μιά επίσκεψη στα σκουπίδια του Σάκη, γιατί, όσο χορτάτος και να ήταν ο Μάρξ, σκασμένος να ήταν, τα σκουπίδια του Σάκη ήταν το αγαπημένο του σνακ. Δεν μπόρεσα να του το κόψω, δεν προσπάθησα και ιδιαίτερα σκληρά για να πω την αλήθεια.

Πέρυσι, κάποιες φορές με παράτησε στο κυνήγι και γύρισε στην καλύβα μόνος του. Γύρναγα και τον έβρισκα ξαπλωμένο μπροστά στην πόρτα, μ’ εκείνο το πουτανιζέ ύφος στη φάτσα του, που από μικρός έπαιρνε, όταν ήξερε πως έκανε αταξία.

-Τι γίνηκε ρε παλιόγερε, τον «μάλωσα» μια απ’ αυτές τις φορές, με παρατάς και φεύγεις; Κι εκείνος έτρεξε να μου απορτάρει, όλος καμάρι, την πουλιάστρα με τα 3 παπιά που είχα αφήσει πιο πέρα…

Έκατσα κάτω κι ήρθε κι έχωσε την κεφάλα του στην αγκαλιά μου. «μη στεναχωριέσαι γεράκο μου» του είπα. «κι εγώ κουράζομαι πιά, δεν είμαι όπως πρώτα, ψηλώσανε τα βουνά και μακρύνανε τα χιλιόμετρα. Μη σκας. Ότι κάναμε θα κάνουμε κι εσύ κι εγώ, όσο μπορούμε καλύτερα κι όπως πρώτα θα το χαιρόμαστε κι ας κουραζόμαστε, μα εδώ, στη λευτεριά της καλύβας θα ζήσουμε, μαζί ως το τέλος και θα πεθάνουμε, κυνηγώντας».

Δεν γίνηκε έτσι…

Την τελευταία μέρα της προηγούμενης σεζόν, τον πήρα, όπως κάθε χρόνο, για μια κοντινή βόλτα, για λίγες τελευταίες τουφεκιές, ο καθιερωμένος αποχαιρετισμός στα όπλα, μέχρι την επόμενη έναρξη…

Χτύπησα κάτι τσίχλες, μου τις μάζεψε με άνεση, μέσ’ τη χαρά κι εγώ κι αυτός κι όταν μαζευτήκαμε να φύγουμε, του λέω: «άιντε γεράκο μου, τη φάγαμε και τη φετεινή! Τώρα κάνα μήνα στο χωριό, αλυσσίδα, υπομονή, μετά θα πάμε στην καλύβα, να πιαστούμε με τα ψαρέματα, μέχρι τις 20 Αυγούστου, που θα ξαναβγούμε στο κυνήγι»

Δεν γίνηκε έτσι….

Ήρθε η επιδημία. Οι άνθρωποι κλειστήκανε στα σπίτια τους, οι φίλοι, που όλα αυτά τα χρόνια ερχόντουσαν, τέτοια εποχή, για ψάρεμα δεν ήρθαν, έλειψε το μεροκάματο, αναγκάστηκα να το κυνηγήσω μακριά απ’ τον τόπο μου.

Κι ο Μάρξ, όπως γινότανε όλα αυτά τα χρόνια, όταν ψάχνοντας το μεροκάματο ή κυνηγώντας μια ευτυχία που τελικά δεν ήρθε, αναγκαζόμουν να λείψω για καιρό, έμεινε στο χωριό με τον παλιόφιλό του τον Κωνσταντίνο, ένας ηλικιωμένος κούταβος, που άσπρισε μα δεν γέρασε και που το μόνο που λαχταρούσε ήταν κάποιος να του πετάξει ένα ξύλο για να παίξει, με έναν έφηβο που, όπως όλοι οι έφηβοι, βιάζεται να μεγαλώσει…

Έτσι γινόταν πάντα, χρόνια τώρα κι όλα πήγαιναν καλά.

Μέχρι χτες το πρωί, που χτύπησε το τηλέφωνο, για να μάθω ότι ο Μάρξ, σε άθλια κατάσταση, είναι σε καταστολή, στον πάγκο της κτηνιάτρου –ας είναι καλά η κοπέλα- με συνεχείς επιληπτικές κρίσεις, που δεν είχε κάνει ποτέ ούτε μία και καμία πιθανότητα να επιστέψει.

Πήρα τηλέφωνο το Μιχάλη: «φίλε τρέξε, ο Μαρξ είναι στην κτηνίατρο και δεν είναι καλά, κοίτα τι μπορεί να γίνει» …

Έτρεξε το παληκάρι. Ξεκίναγε για βόλτα, με τη γυναίκα και την κορούλα του, την έκοψε στη μέση κι έτρεξε. Με πήρε τηλέφωνο μετά από λίγο:

-Καλύτερα που δεν είσαι εδώ, καλύτερα που δεν θα δεις αυτό που είδα. Δεν υπάρχει επιστροφή, ο Μάρξ έφυγε.
-Τι θα έκανες αν ήταν δικό σου;
-Ευθανασία. Τώρα! Το ζώο βασανίζεται…

Ο Μιχάλης ξέρει από σκυλιά. Μέσα σ’ αυτά μεγάλωσε, η κουβέντα του έχει βάρος.

Πήρα την κτηνίατρο. Μου είπε ακριβώς τα ίδια, πιο αναλυτικά, πιο επιστημονικά, δεν ξέρω πόσα άκουσα και τι κατάλαβα, δεν καλοθυμάμαι, χάθηκα, μπερδεύτηκα… την ρώτησα τι θα έκανε αν ήταν δικό της…

«Ευθανασία» μου απάντησε, χωρίς κανένα δισταγμό. «μα εσύ θ’ αποφασίσεις. Μην απαντήσεις τώρα, σκέψου και πάρε να μου πεις»…

Ευθανασία. Και πρέπει ν’ αποφασίσω εγώ.

«Ευθανασία». Και να προσπαθώ να χωρέσω στο μυαλό μου πως γίνεται στην ίδια λέξη να είναι το «ευ» μαζί με τον θάνατο….

Το θάνατο του Μάρξ.

Και πρέπει ν’ αποφασίσω εγώ.

Δεν ήταν απλά ο σκύλος, το φιλαράκι μου.

Δεν ήταν μόνο η παρέα στα ταξίδια, στις βόλτες, στις καλοκαιρινές μου κατασκηνώσεις, ο συγκηνηγός, το «εργαλείο» στις κυνηγετικές μου εξορμήσεις (Δεν ξέρω, δεν καταλαβαίνω, γιατί κάποιοι άνθρωποι αφηνιάζουν όταν ακούσουν κάποιον να αποκαλεί το σκυλί του «εργαλείο».

Μικροί και λίγοι, ανίκανοι να ακούσουν την αγάπη μέσα στη λέξη, να ανιχνεύσουν την εκτίμηση, την επιβράβευση, την ευγνωμοσύνη του κυνηγού προς το σκύλο του! Ψεύτες και ψεύτικοι, που κρατούν μόνο τη λέξη, χωρίς να πιάνουν το νόημα, χωρίς να αισθάνονται το συναίσθημα. Κατά τ’ άλλα αγαπούν τα ζώα. Ανάθεμά με αν αγαπούν τα άντερά τους)

Ο Μαρξ δεν ήταν μόνο το εργαλείο μου, ήταν ο σύντροφός μου, στη δυσκολότερη δεκαετία της ζωής μου.

Ήταν η παρέα μου στη μοναξιά κι όταν την επέλεξα εγώ κι όταν μου την επιβάλλανε οι άλλοι.

Είχε έναν απίστευτο τρόπο, μια εξωπραγματική ικανότητα να μυρίζεται τη θλίψη.

Ήταν ένας σκύλος – ανιχνευτής λύπης!

Καταλάβαινε πότε δεν ήμουν καλά! Και δεν χωράει ο νους τ’ ανθρώπου, τι καραγκιοζιλίκια σκαρφιζότανε, για να με βγάλει, να με τραβήξει από τέτοιου είδους καταστάσεις, να με κάνει να γελάσω, να ξεχαστώ, να σηκωθώ. Μεγάλος θεατρίνος!

Ήξερε πότε ήμουν λυπημένος κι ήθελε να με βλέπει μόνο χαρούμενο!

Όσες φορές είδα τον κόσμο μου να διαλύεται, όποτε ένοιωσα τη γη να φεύγει κάτω απ’ τα πόδια μου, ότι θεωρούσα δικό μου να γίνεται ξένο, ότι είχα για σίγουρο να χάνεται, για σταθερό να διαλύεται, ο Μάρξ ήταν εκεί, το φάρμακο, το γιατρικό, το ξόρκι μου για το κακό.

Όσες φορές άνθρωποι που αγάπησα κι άλλοι που μ’ «αγαπήσανε» με παράτησαν, με πέταξαν ή με κορόιδεψαν, ο Μάρξ έμεινε πιστός, ήταν εκεί. Κι έκανε τα καραγκιοζιλίκια του, για να είμαι εγώ καλά.

Αυτή είναι η ουσία! Ήταν αυτός, που ήξερα, πως όταν γυρίσω, απ’ όπου κι αν γυρίσω, όπως κι αν γυρίσω, θα είναι εκεί να με περιμένει. Αυτό δεν μου το χάρισαν οι άνθρωποι. Όχι για πολύ τουλάχιστον…

Δεν ήθελε να μένει μέσα στην καλύβα, όχι για πολύ ώρα. Τα βράδια που έκανε πολύ κρύο ή όταν πλημμύριζε το ποτάμι, τον έβαζα μέσα, σχεδόν με το ζόρι.

Κοιμόταν στο πλατύσκαλο κι ο νους του στην πόρτα. Να βγεί να πλατσουρίσει. Ποτέ δεν μπήκε παραμέσα, δεν πήγε στα κρεβάτια, δεν ακούμπησε το τραπέζι, δεν έκαμε ζημιά.

Πολλές φορές τινάχτηκα από τον ύπνο, ακούγοντας ένα ξαφνικό ντουκου-ντούκ, ψάχνοντας τι γίνεται, για να ανακαλύψω ότι ήταν ο Μαρξ που ονειρευόταν!

Γιατί και σ’ αυτό ταιριάζαμε! Κι εκείνος ονειρευόταν! Κι όπως εγώ, έβλεπε όμορφα όνειρα κι η τεράστια ουρά του κοπάναγε στα σανίδια του πατώματος, μ’ ένα ντουκου-ντουκ που, γαμώτο, δεν θα με ξαναξυπνήσει ποτέ πιά….

Εκείνο που πονάει πιο πολύ, είναι που δεν ήμουνα μαζί του στο τέλος, έτσι όπως του είχα υποσχεθεί. Που δεν πέθανε στην καλύβα, δίπλα στο αγαπημένο του ποτάμι, έτσι όπως είχαμε σχεδιάσει. Που σκέφτομαι πως αν ήμουν εκεί, ίσως να ανίχνευα αυτό που το δεκατετράχρονο δεν μπόρεσε να δει και να τον προλαβαίναμε, η Ελευθερία είναι εξαιρετική επιστήμονας, ίσως αν της τον πηγαίναμε νωρίτερα, μπορούσε να τον σώσει. Να μη φύγει. Να μη φύγει μ’ αυτό τον τρόπο. Να τον έχω κοντά μου κι ας μη ξανακυνηγούσε ποτέ, αν δικαιούταν κάποιος μια τιμητική σύνταξη, αυτός ήταν ο Μάρξ.

Μα δεν γίνηκε έτσι.

Ο φίλος μου έφυγε στον πάγκο ενός ιατρείου, μακριά απ’ τον τόπο του και μακριά απ’ τον άνθρωπό του. Τίποτα δεν γίνηκε όπως του είχα υποσχεθεί.

Ο Χρήστος ανέλαβε την ταφή, ευχαριστώ φίλε, κάν’το σαν να ήταν δικός σου.

Κι εγώ απόμεινα με σκέψεις, με τύψεις, με αναμνήσεις, με τις εικόνες αυτών των δέκα χρόνων να έρχονται απανωτές, να μη μ’ αφήνουν να ησυχάσω…

Καλό ταξίδι γέρο μου. Πήγαινε να ξεκουραστείς. Βρες τα καλά κυνηγοτόπια της άλλης όχθης και περίμενέ με… εγώ θα κρατήσω την εικόνα σου, όρθιος μπροστά στην πλώρη της πλάβας, καπετάνιος εσύ – τιμονιέρης εγώ, να κοιτάς τον ήλιο που πέφτει στη θάλασσα, στον πηγαιμό για ένα απογευματινό κυνήγι…

Αυτές τις λέξεις δεν τις έγραψα γιά επικήδειο, ούτε για να με παρηγορήσει κάποιος.

Τις έγραψα για να μην ξεχαστείς, Μαρξουλίτο. Ακόμα κι όταν εγώ περάσω στην άλλη διάσταση κι έρθω να σε βρω, ακόμα κι όταν όλοι οι φίλοι που κυνηγήσανε μαζί σου σε λησμονήσουνε, αυτό το κειμενάκι θα αιωρείται στο διαδίκτυο, κάποιοι άνθρωποι θα το ανταμώνουν κατά τύχη, θα το διαβάζουν κι ίσως μετά ν’ αγαπούν περισσότερο τους σκύλους…

Ίσως, ποιος ξέρει, κάποτε, να καταφέρει και ο άνθρωπος να αγαπήσει τον σκύλο, έτσι όπως ο σκύλος χωρίς καμιά προσπάθεια αγαπά τον άνθρωπο. Κι ίσως η δικιά μας ιστορία, βάλει ένα λιθαράκι σ’ αυτό…

Δεν ξέρω αν και πότε θα τελειώσει αυτός ο θρήνος, δεν ξέρω που να βρω την ψυχή να γυρίσω στο σπίτι μας, ξέροντας πως δεν θα σε βρω εκεί, να περιμένεις.

Σ’ ευχαριστώ που με αγάπησες απ’ την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής σου. Για τα σκυλιά μπορεί να είναι το φυσικό και αυτονόητο, μα στις κοινωνίες των ανθρώπων, ξέρεις, είναι σπάνιο και δυσεύρετο, να μη σου πω απίθανο…

Σ’ ευχαριστώ που ήσουν ο σκύλος μου κι ήμουν ο άνθρωπός σου αυτά τα δέκα χρόνια.

Σ’ ευχαριστώ για την αγάπη, για το νοιάξιμο, τα καραγκιοζιλίκια, τη στήριξη στα δύσκολά μου. Δεν θα ήμουν αυτός που είμαι, σήμερα, αν δεν ήσουν εσύ δίπλα μου όλον αυτό τον καιρό. Έπαιξες ρόλο, μεγάλο ρόλο κι ας μην το ‘ξερες. Κι ας μην το κατάλαβε κανείς. Κι ας μην το είχα καταλάβει κι εγώ ως τα σήμερα…

Σ’ ευχαριστώ γιατί ήσουν «ο δικός μου άνθρωπος», περισσότερο απ ότι υπήρξε ποτέ, οποιοδήποτε δίποδο ον. Γιατί εσύ έδινες προτού πάρεις. Γιατί εσύ, μόνο, έμεινες ως το τέλος. Γιατί μόνο το δικό σου «για πάντα» ήταν αληθινό.

Καλήν αντάμωση γέρο μου. Όσο άδικος κι αν είναι αυτός ο κόσμος, είμαι σίγουρος πως στην άλλη πλευρά, οι σκύλοι ξανασμίγουν με τους ανθρώπους τους, δεν μπορεί να πηγαίνει χαμένη όλη αυτή η αγάπη.

Κι είμαι σίγουρος, πως όταν έρθει η ώρα, θα σε βρώ μπροστά στην πόρτα να με περιμένεις, χτυπώντας ντουκου-ντουκ την τεράστια ουρά σου στα σανίδια της εισόδου…

Γιώργος Κ. Αποστολόπουλος
«Θαλασσινός»
Δέλτα Έβρου 14/06/2020


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ