Αρχική » Grid with Sidebar » Ο τροπος επιλογης σκυλου για το κυνηγι του αγριοχοιρου

Ο τροπος επιλογης σκυλου για το κυνηγι του αγριοχοιρου

by iHunt

Print Friendly, PDF & Email
demobanner
Είναι γεγονός ότι οι απόψεις για τον τρόπο επιλογής του σκύλου στο κυνήγι του αγριόχοιρου, διίστανται. Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές προσεγγίσεις σύμφωνα πάντα με αυτό που βολεύει τον κάθε ένα, με αποτέλεσμα να προκαλούν αιτιολογημένη σύγχυση σε συναδέλφους που θέλουν να αποκτήσουν έναν τετράποδο βοηθό. Η σύγχυση αυτή γίνεται ακόμη μεγαλύτερη στους νέους κυνηγούς οδηγώντας τους τις περισσότερες φορές σε λαθεμένες επιλογές, με συνέπεια να απογοητευτούν και αποθαρρυνθούν πριν ακόμη γευτούν τα οφέλη του κυνηγίου.
 
Στόχος όλων μας θα πρέπει να είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσέγγιση των νέων ανθρώπων σε αυτήν την δραστηριότητα, και όχι η απώθηση τους. Σε όσους από εμάς δίνεται η ευκαιρία είτε από τον έντυπο είτε από τον ηλεκτρονικό τύπο να εκφράζουμε δημόσια την γνώμη μας, είναι χρέος και καθήκον μας να είμαστε πολύ προσεκτικοί και υπεύθυνοι, να δείχνουμε αμέριστο σεβασμό και αγάπη στους συναδέλφους και φίλους αναγνώστες τόσο, όσο και στην αγαπημένη μας δραστηριότητα το κυνήγι. Θα πρέπει να ξεδιαλύνουμε και να ξεχωρίσουμε την εμπορία από το κυνήγι. Άλλο ο έμπορος σκύλων και άλλο ο κυνηγός, δύο διαφορετικές έννοιες που όταν συνυπάρχουν δημιουργούν τεράστια προβλήματα και υποβαθμίζουν την κυνηγετική φιλοσοφία. Ας είμαστε υπεύθυνοι και ας έχουμε το θάρρος να ξεκαθαρίσουμε τι ακριβός πρεσβεύουμε. Θα είναι πολύ ποιο τίμιο και αντρίκιο από το να κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, κοροϊδεύοντας τον εαυτό μας και μια τόσο μεγάλη κοινωνική ομάδα.
 
Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, με αίσθημα ευθύνης θα προσπαθήσω να προσεγγίσω και να παρουσιάσω τις προσωπικές μου απόψεις και εκτιμήσεις, οι οποίες πηγάζουν μέσα από εμπειρίες πολλών ετών, με στόχο να βοηθήσω προτρέποντας όσο το δυνατόν περισσότερους συναδέλφους κυνηγούς α μη τι άλλο, να αναζητήσουν τον ορθότερο τρόπο επιλογής γουρουνόσκυλου. 
 
Όλα τα χρόνια της δραστηριότητάς μου στο κυνήγι του αγριόχοιρου δεν έλειψε ποτέ ο σκύλος από την κυνηγετική μου ενασχόληση. Τυχαία ίσως τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια, συνειδητά τα υπόλοιπα μέχρι σήμερα, δεν μπήκα στην διαδικασία απόκτησης έτοιμου σκύλου. Πέρασαν πάρα πολλά σκυλιά από τα χέρια μου, αλλά όμως κουτάβια, τα οποία μεγάλωνα και εκπαίδευα μόνος μου, προσπαθώντας να κάνω τον ιδανικό σκύλο για μένα και τις ανάγκες της ομάδας μου. Πάντοτε όμως λάμβανα παράλληλα σοβαρά υπόψη τις γνώμες εκπαιδευτών σκύλων, κτηνιάτρων καθώς και άλλων κυνηγών και συνδυάζοντας την εμπειρία τους με την δική μου, κατόρθωσα όλα αυτά τα χρόνια να μην στερηθώ ούτε μια κυνηγετική περίοδο τις πολύτιμες και αποδοτικές υπηρεσίες των τετράποδων φίλων μου. 
 
Σήμερα έχω την πολυτέλεια, κάνοντας έναν απολογισμό, να αξιολογήσω τα αποτελέσματα αυτής της πολύχρονης προσπάθειας. Είμαι απόλυτα ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα, διότι βλέπω ότι τις περισσότερες φορές δημιούργησα άριστα σκυλιά για τις απαιτήσεις της ομάδας μου, τα τελευταία δε είκοσι χρόνια ανελλιπώς χωρίς καμία αποτυχία. Αυτό που μπορώ με απόλυτη βεβαιότητα να εκφράσω μετά από τόσα χρόνια ενασχόλησης , είναι η κατάληξή μου στο συμπέρασμα ότι, ιδανικό γουρουνόσκυλο, τέτοιο που να καλύπτει τις απαιτήσεις όλων των κυνηγετικών ομάδων αγριόχοιρου, δεν υπάρχει. Κάθε ομάδα, ανάλογα με τον τρόπο που κυνηγά, τα κυνηγοτόπια που επιλέγει, τον αριθμό των μελών της και την νοοτροπία που έχει αναπτύξει, επιλέγει διαφορετικό πρότυπο σκύλου.
 
Παράλληλα, γεγονός είναι ότι ο σκύλος είναι ένα ζώο ευαίσθητο, πιστό στο αφεντικό του και δεμένο συναισθηματικά μαζί του, οπότε είναι φυσικό, αλλάζοντας περιβάλλον και αφεντικό, να αντιδρά περίεργα. Αναρωτήθηκα πολλές φορές γιατί άραγε να δαπανώνται τόσο μεγάλα χρηματικά ποσά για την απόκτηση έτοιμου γουρουνόσκυλου, αντί της αγοράς κουταβιού με μικρό χρηματικό ποσό, που θα εκπαιδευτεί με βάσει τις ανάγκες της συγκεκριμένης κάθε φορά ομάδας. Μετά από πολύ μεγάλο προβληματισμό, κατέληξα σε τρις διαφορετικούς λόγους που θεωρώ ότι μπορούν να οδηγήσουν κάποιους στην αγορά έτοιμου σκύλου.
 
Ο πρώτος πολύ σοβαρός και ανησυχητικός λόγος είναι η απαράδεκτη ανταγωνιστικότητα των ομάδων μεταξύ τους ως προς τον αριθμό των καρπωθέντων θηραμάτων σε κάθε κυνηγετική περίοδο. Αυτό οδηγεί ορισμένους κυνηγούς στην άμεση λύση της απόκτησης έτοιμου γουρουνόσκυλου, για να μη χάσουν δήθεν πολύτιμο χρόνο και, κατά τη γνώμη τους, μειονεκτήσουν σε κάρπωση έναντι των άλλων κυνηγών των άλλων ομάδων. Πρόκειται για νοσηρό φαινόμενο, αφού η ανταγωνιστικότητα αυτή δεν έχει σχέση με την ευγενή άμιλλα που διέπει δεοντολογικά το κυνήγι, αλλά συνιστά μια θλιβερή αντιπαλότητα που απευθύνεται σε κατώτερα, καθαρά εγωιστικά, ένστικτα, που βλάπτουν το θήραμα και τη θήρα και διαβρώνουν τον χαρακτήρα όσων ενδίδουν σ’ αυτά. 
 
Ο δεύτερος λόγος δυστυχώς και αυτός είναι προσβλητικός και δεν μας τιμά ως κυνηγούς. Ορισμένοι από εμάς δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι η εκπαίδευση ενός κουταβιού αποτελεί ταυτόχρονα και την καλύτερη δοκιμασία για την εκπαίδευση του κυνηγού. Χρειάζεται χρόνο, κόπο, μεράκι και υπομονή, στοιχεία απαραίτητα για κάθε κυνηγό. Η έλλειψη σε κάποιον από αυτών των χαρακτηριστικών τον οδηγεί στην αγορά έτοιμου σκύλου, ενώ στην πραγματικότητα ο ίδιος δεν είναι έτοιμος ως κυνηγός. Αποφεύγει συνειδητά τον κόπο, την προσπάθεια, την έρευνα και τη μάθηση, χρησιμοποιώντας μεθόδους που και τον ίδιο υποβιβάζουν και την κυνηγετική παράδοση αγνοούν. 
 
Τέλος, ο τρίτος και τελευταίος λόγος που διέκρινα που οδηγεί κάποιον στην αγορά έτοιμου σκύλου αφορά κάποιους ηλικιωμένους κυνηγούς, που αισθάνονται ότι δεν έχουν το κουράγιο και την αντοχή να μπουν στη διαδικασία εκπαίδευσης κουταβιών. Και όμως, τέτοιοι κυνηγοί αποδεικνύονται συχνά καταλληλότεροι για να βάλουν το κουτάβι στα πρώτα του βήματα, αφού έχουν περισσότερο χρόνο και υπομονή από τους νεότερους, το δε ενδεχόμενο έλλειμμά τους σε σωματική αντοχή μπορεί εύκολα να αναπληρωθεί με τη συνεπικουρία άλλων μελών της ομάδας. Εξάλλου, δεν είναι αναγκαίο ούτε σωστό κάθε μέλος της ομάδας να έχει και το δικό του σκύλο. 
 
Η προσωπική μου άποψη είναι ότι δεν υπάρχει καμία δικαιολογία ή κάποιο επιχείρημα που μπορεί να αιτιολογεί την αγορά έτοιμου γουρουνόσκυλου στον βαθμό που το βλέπουμε σήμερα. 
 
Από τις παραπάνω τοποθετήσεις μου εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι είμαι κάθετα αντίθετος με την αγορά έτοιμου γουρουνόσκυλου και είμαι πεπεισμένος στην μέθοδο εκπαίδευσης κουταβιών. Όμως το σημαντικό στοιχείο που πρέπει να λάβουμε υπόψη για θετικό αποτέλεσμα, πιστεύω, είναι ο τρόπος επιλογής του κουταβιού. Το κουτάβι δεν το επιλέγουμε τυχαία, αλλά θα πρέπει πρώτα να κατασταλάξουμε στις απαιτήσεις που θέλουμε να έχουμε από τον σκύλο μας. Υπάρχουν σκύλοι μεγάλης ή μικρότερης καταδίωξης, υπάρχουν σκύλοι με ισχυρή όσφρηση αέρα ή εδάφους, υπάρχουν άριστοι ιχνηλάτες και σκύλοι στάμπας ή σκύλοι που συνδυάζουν δύο ή και περισσότερες ικανότητες ταυτόχρονα. Εδώ επιβάλλεται να αποφασισθεί εκ των προτέρων το που ακριβώς θα ρίξουμε το κύριο βάρος.
 
Επίσης πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας άν θέλουμε τη συνέχιση με απογόνους του ίδιου σκύλου ή αν αυτός μας ενδιαφέρει μόνο για μια δεκαετία. Όλα αυτά τα στοιχεία είναι απαραίτητο να έχουν ληφθεί υπόψη, αφενός για να μη χαθεί άσκοπα χρόνος εκπαίδευσης χωρίς αποτέλεσμα και, αφετέρου, για να μειωθούν τα αδέσποτα σκυλιά στις πόλεις και τα χωριά. Από αρκετούς ακούγεται συχνά ότι τα καλύτερα γουρουνόσκυλα είναι αυτά που προκύπτουν από διασταυρώσεις διαφορετικών φυλών, οι γνωστοί «γκιρμάδες».
 
Δεν έχω αντίρρηση στο ότι ένας σκύλος που προέρχεται από τέτοιες διασταυρώσεις μπορεί ορισμένες φορές να εξελιχθεί πράγματι σε αξιόλογο γουρουνόσκυλο. Άλλωστε σχεδόν όλοι οι γουρουνοκυνηγοί χρησιμοποιήσαμε και χρησιμοποιούμε κατά καιρούς τέτοιους σκύλους, ορισμένοι από τους οποίους μάλιστα άφησαν εποχή. Εκείνο όμως που θεωρώ υποχρέωση μου να επισημάνω είναι τα μειονεκτήματα που θα πρέπει να λάβει υπόψη του ο κυνηγός κάνοντας μια τέτοια επιλογή:
 
α) Ότι οι πιθανότητες ανάδειξης ενός κουταβιού-«γκιρμά» σε καλό γουρουνόσκυλο, με αρετές και ικανότητες, είναι πολύ μικρές και δεν ξεπερνούν το 10%,
 
β) ότι ο χρόνος που απαιτείται για να αποδώσει ο σκύλος και να προσαρμοστεί κυνηγετικά ξεπερνά τα τέσσερα χρόνια, και
 
γ) ότι, το βασικότερο, ακόμη και ο επιτυχημένος «γκιρμάς» έχει πολύ μειωμένες προοπτικές να αποκτήσει απογόνους που θα συνεχίσουν την καλή πορεία του γονέα. Και τα τρία αυτά μειονεκτήματα συνεπάγονται μεγάλη σπατάλη χρόνου και αβέβαιο αποτέλεσμα. 
 
Αυτοί οι προβληματισμοί με οδήγησαν τα είκοσι τελευταία χρόνια στη συνειδητή επιλογή καθαρόαιμων κουταβιών. Οφείλω να ομολογήσω ότι τα αποτελέσματα είναι θεαματικά και η επιτυχία, κρινόμενη εκ του αποτελέσματος, αγγίζει το άριστο. Τα πλεονεκτήματα είναι τεράστια σε όλα τα επίπεδα, μειώνοντας σημαντικά τη διάρκεια του χρόνου εκπαίδευσης και ανεβάζοντας τα ποσοστά αποτελεσματικότητας σε υψηλά επίπεδα.
 
Η κυνηγετική δράση του καθαρόαιμου σκύλου αρχίζει από τη συμπλήρωση του πρώτου χρόνου, οι δε απόγονοί του, από διασταυρώσεις με άλλα καθαρόαιμα και κυνηγετικά καταξιωμένα ζώα της ίδιας φυλής, παρέχουν σοβαρές εγγυήσεις ότι θα εξασφαλίζουν στον κυνηγό για πολλά χρόνια την παροχή αποδοτικών υπηρεσιών. Εκείνο που θεωρώ πολύ σημαντικό και αφορά όλα τα κουτάβια, είναι ότι η εκπαίδευσή τους πρέπει να γίνεται μεμονωμένα και όχι με έμπειρο σκύλο.
 
Το γουρουνόσκυλο στην πρώτη επαφή με τον αγριόχοιρο πρέπει να είναι μόνο του, ώστε να αποκτήσει αυτοπεποίθηση, και μετά να τοποθετηθεί με έμπειρο σκύλο για την απόκτηση εμπειριών από αυτόν. Αυτός είναι βασικός κανόνας που, άν δεν τηρηθεί, υπάρχει ο κίνδυνος να μην αποκτήσει ποτέ το σκυλί αυτοπεποίθηση και πάντα να αποτελεί ουραγό, δεύτερης ή τρίτης επιλογής.
 
Πολλές είναι οι φορές που ακούμε ή διαβάζουμε σχετικά με «αγέλες σκύλων» στο κυνήγι του αγριόχοιρου, και δεν σας κρύβω ότι, στο άκουσμα της λέξης αγέλη, ξενερώνω. Αναρωτιέμαι αν βρίσκομαι στην Ελλάδα ή σε άλλη χώρα της Ευρώπης, με ελεγχόμενες ιδιόκτητες περιοχές, με ραβδωτά όπλα, διόπτρες, ομάδες 40-50 κυνηγών, με 30-40 σκύλους, με θηραματοβιολόγους επιστήμονες και θηροφύλακες να επιβλέπουν, και πολλά άλλα. Ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα το κυνήγι είναι παραδοσιακό και ότι ο νόμος ορθός καθορίζει τον ανώτατο αριθμό των μελών της κυνηγετικής ομάδας σε δέκα (δέκα).
 
Γι’ αυτόν τον αριθμό κυνηγών έχω τη γνώμη ότι επαρκεί απολύτως ένας αριθμός ενός μέχρι τριών καλών γουρουνόσκυλων. Δεν χρειάζονται αγέλες σκύλων ούτε στρατιές κυνηγών, διότι το παραδοσιακό κυνήγι στην Ελλάδα είναι δημόσιο αγαθό. Οι Έλληνες κυνηγοί δεν πρέπει να αποπροσανατολίζονται από τα διάφορα DVD με κυνήγια σε ξένες χώρες και σε ρεζέρβες με οικόσιτους αγριόχοιρους. Ακόμη και κάποιες φιλότιμες προσπάθειες απεικόνισης που έγιναν στην Ελλάδα, επηρεάστηκαν από τις ξενόφερτες ταινίες και παρουσίασαν τακτικές που δεν ανταποκρίνονται στην ελληνική κυνηγετική πραγματικότητα και νοοτροπία.
 
Όμως τα στοιχεία εκείνα που μπορεί να μας κάνουν αισιόδοξους είναι ότι υπάρχουν ακόμη κάποιες ελληνικές κυνηγετικές ομάδες που σέβονται την παράδοση και εκτιμούν τα πραγματικά οφέλη του κυνηγίου. Είναι αυτοί που δεν αγνοούν την ελληνική κυνηγετική φιλοσοφία: «κυνηγώ επειδή εκπαιδεύομαι, δοκιμάζω τις ικανότητές μου και νοιώθω ελεύθερος» ούτε και ξεχνούν την παράγραφο του «ιπποτικού κώδικα του κυνηγού» που κατέγραψε ο αείμνηστος Ελευθέριος Συνοδινός, «Μη συγχέεις την ποσότητα με την ποιότητα. Όποιος θηρεύει περισσότερα θηράματα δεν είναι και ο καλύτερος κυνηγός». Ας ακολουθήσουμε και εμείς την νοοτροπία των ομάδων αυτών, για να εξασφαλίσουμε στους απογόνους μας να γευτούν και αυτοί τα σπουδαία οφέλη του κυνηγίου αφενός, και αφετέρου να απολαύσουμε και εμείς οι ίδιοι την πραγματική διάσταση αυτής της αξιολάτρευτης δραστηριότητας και όχι να υποκρινόμαστε για να ικανοποιήσουμε τους ψευτοεγωισμούς μας, και να καλύπτουμε τυχόν αδυναμίες μας.
 
άρθρο Δημητρίου Ευμοιρίδη

SVESTONOF

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ