Αρχική » Grid with Sidebar » Το κυνηγι στους κλασικους και βυζαντινους χρονους

Το κυνηγι στους κλασικους και βυζαντινους χρονους

by iHunt

Print Friendly, PDF & Email
demobanner

SVESTONOF

 

Το κυνήγι αποτελεί μια πολυδιάστατη παραδοσιακή δραστηριότητα με βασικό σκοπό την απόληψη τροφής απ’ ευθείας από τη φύση, όμως με βαθιές πολιτιστικές και κοινωνικές ρίζες. 

Είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος στα προϊστορικά χρόνια (- 10000 πΧ) είναι κυνηγός, ζει σε ανάλογες κοινωνικές συνθήκες, τρέφεται με το κρέας των θηραμάτων που θηρεύει και ντύνεται με το δέρμα τους. Κατόπιν και σταδιακά, εξημερώνει ζώα και γίνεται κτηνοτρόφος και αργότερα από το 3000 πΧ καλλιεργεί τη γη και δημιουργεί τις λεγόμενες αγροτικές κοινωνίες. 

Μολονότι όμως, για την κάλυψη των διατροφικών του αναγκών, δεν έχει ανάγκη πλέον το κρέας των θηραμάτων εξακολουθεί και κυνηγά, είτε για να συμπληρώσει την τροφή του με τροφή πολύ υψηλής θρεπτικής αξίας, είτε για να χρησιμοποιήσει το δέρμα και τη γούνα των θηραμάτων, είτε για να απαλλαγεί από την παρουσία ζώων ιδιαίτερα επιβλαβών για τις οικονομικές του δραστηριότητες (κτηνοτροφία, γεωργία, κλπ), αλλά και για την ίδια τη ζωή του. 

Και ενώ στα προϊστορικά χρόνια αποτελούσε καθαρά μια φυσική δραστηριότητα λήψης τροφής από το φυσικό περιβάλλον, σταδιακά στα ιστορικά χρόνια και κυρίως την κλασσική περίοδο το κυνήγι και ιδιαίτερα αυτό των μεγάλων θηραμάτων αποτέλεσε για τους έλληνες προσφιλέστατη ψυχαγωγική δραστηριότητα, η οποία στη συνείδηση των αρχαίων ελλήνων εξυψώνεται από τα μυθικά κυνήγια των ηρώων, που, επιδεικνύοντας τόλμη, σωφροσύνη και αξιοποιώντας τις εξαιρετικές τους ικανότητες, εξόντωσαν τέρατα και θηρία συχνά με όπλα πρωτόγονα, όπως το ρόπαλο του Ηρακλή, και πραγματοποίησαν κυνηγετικούς άθλους. Αυτή η μυθική παράδοση των ηρωϊκών κυνηγιών, όπως του καλυδώνιου κάπρου, του λιονταριού της Νεμέας, του ερυμάνθιου κάπρου και του κρητικού ταύρου, αποτέλεσε προσφιλές θέμα για την αρχαία τέχνη, που με κάθε της μορφή ύμνησε τα κατορθώματα αυτά, τα οποία, αναμφιβόλως, συγκινούσαν τους αποδέκτες της και απηχούν τα κυνήγια αγρίων ζώων της μυκηναϊκής εποχής. (Φάκλαρης Π.) 

Η εκτίμηση του κυνηγιού και των κυνηγετικών σκυλιών από τους αρχαίους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε τα θεωρούσαν Θεϊκά δημιουργήματα του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος

Ο Απόλλων λόγω της κυνηγετικής του ιδιότητας αποκαλούνταν και «Αγραίος» και η Αρτεμις αντίστοιχα «Αγροτέρα» (άγρα = συλλογή τροφής). Ο Πάνας επίσης «Αγρότης». Σε παράσταση μελανόμορφου κρατήρα, η Αρτεμις εικονίζεται ως «πότνια θηρών» δηλαδή «κυρά των αγριμιών», φτερωτή, να κρατά στο δεξί της χέρι, το ισχυρό, έναν μάλλον νεκρό πάνθηρα (η λαβή είναι από το λαιμό, δεν πατά στη γη και είναι στραμμένος σε άλλη κατεύθυνση από τη Θεά), ενώ στο αριστερό της χέρι ένα ζωντανό ελάφι, που η στάση του, αν και φανερά αφύσικη, περισσότερο μοιάζει με στάση σκύλου που την κοιτά στα μάτια. Αυτή η συμβολική παράσταση θέλει τον κυνηγό ρυθμιστή των ωφέλιμων ειδών όπως είναι τα θηράματα, και ταυτόχρονα εξολοθρευτή των άγριων θηρίων (Καμπούρογλου Π.). 

Σύμφωνα με την παράδοση όπως αναφέρει ο Ξενοφών, ο Απόλλων και η Αρτεμις πρόσφεραν τα δημιουργήματα αυτά δηλ. την κυνηγεσία και τα κυνηγόσκυλα στο κένταυρο Χείρωνα, ως αναγνώριση για τη δικαιοσύνη που τον χαρακτήριζε. Ο Χείρων εκτίμησε ιδιαίτερα την τιμή αυτή και, ως παιδαγωγός που ήταν, δίδαξε την Θεία τέχνη του κυνηγιού στους λαμπρούς ήρωες μαθητές του. Χάρη σ’ αυτήν, κατά τον Ξενοφώντα, ήρωες σαν τον Θησέα, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη, τον Αχιλλέα, τον Ασκληπιό, το Διομήδη, τον Μελέαγρο, τον Οδυσσέα και άλλους, απέκτησαν ξεχωριστές αρετές, κέρδισαν την εύνοια των θεών και άφησαν πίσω τους ένδοξη ιστορία. Ο Περσέας δίδαξε στους ανθρώπους το κυνήγι πεζή, ο Κάστωρ το έφιππο και ο Πολυδεύκης το κυνήγι με σκύλο που αγαπήθηκε τόσο πολύ, ώστε η θήρα επικράτησε, από το κύνας άγω, να λέγεται κυνήγι.

Η κυνηγετική ανδραγαθία διατηρούσε στα ιστορικά χρόνια μεγάλο μέρος της αίγλης που ασφαλώς είχε στις πανάρχαιες κοινωνίες και κατά τον Πλάτωνα, το κυνήγι αποτελούσε πεδίο διάκρισης, αναγνώρισης και απόκτησης κύρους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κασσάνδρου στον οποίο, αν και ήταν ανδρείος και καλός κυνηγός, δεν επιτρεπόταν, σύμφωνα με το τοπικό έθιμο, να τρώει ανακεκλιμένος, αφού δεν είχε, ως τα τριάντα πέντε του τουλάχιστον, καταφέρει να θηρεύσει αγριόχοιρο χωρίς τη βοήθεια διχτυών, κι ας αποδείχτηκε αργότερα αρκετά αποτελεσματικός στην εξολόθρευση της οικογένειας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι νέοι Σπαρτιάτες στην πρώιμη εκπαίδευσή τους δεν έπρεπε να φάνε κρέας αγριόχοιρου παρά μόνο όταν θα το θήρευαν οι ίδιοι.

Σύμφωνα πάντα με τον Ξενοφώντα το κυνήγι εθεωρείτο βασικό στοιχείο της αγωγής των νέων και αφετηρία της στρατιωτικής τους εκπαίδευσης. Αν και οι εύποροι νέοι το αντιμετώπιζαν απλώς ως άθλημα ή ψυχαγωγία, η κοινωνία το εκτιμούσε ιδιαίτερα, γιατί ασκεί και σκληραγωγεί το σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή, παρατείνει τη νεότητα, εξοικειώνει τους νέους με την ύπαιθρο και τους φέρνει σ’ επαφή ακόμη και με τα πιο δύσβατα σημεία του τόπου τους, του οποίου μαθαίνουν, αγαπούν και σέβονται την κάθε σπιθαμή, συνηθίζουν στην αντιμετώπιση κινδύνων και ασκούνται διαρκώς στη χρήση των όπλων. Ιδιαίτερα δε στα ομαδικά κυνήγια οι κυνηγοί καλλιεργούνται στην πειθαρχία και διδάσκονται σπουδαίες αρετές, όπως η ευσέβεια, η φιλοπατρία, ο αυτοέλεγχος, η μετριοπάθεια, η σύνεση, η συντροφικότητα και η ανδρεία, αρετές που χαρακτήριζαν και θα πρέπει πάντα να χαρακτηρίζουν τους κυνηγούς (Φάκλαρης Π.).Για να συνδέσουμε την κυνηγετική με την στρατιωτική ικανότητα αρκεί να δούμε το παράδειγμα του Οδυσσέα. Ο Ομηρος αναφέρεται και στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια στην κυνηγετική παιδεία του Οδυσσέα, στην οποία εν πολλοίς οφείλονται και οι στρατιωτικές του αρετές. Ο Όμηρος εξυμνεί ιδιαίτερα τις ικανότητες του Οδυσσέα στις νυχτερινές μάχες και γενικότερα στον ανορθόδοξο πόλεμο. Θα λέγαμε με τη σημερινή ορολογία ότι ηγείτο στρατού καταδρομέων.

Την κυνηγετική του εκπαίδευση την πήρε στα εφηβικά του χρόνια από τον παππού του (ή θείο του) τον Αυτόλυκο, ο οποίος ήταν κτηνοτρόφος στον Παρνασσό όταν ο πατέρας του Λαέρτης τον έστειλε εκεί για να εκπαιδευτεί στην κυνηγετική τέχνη.

Στη διάρκεια αυτής του της εκπαίδευσης τραυματίστηκε στον μηρό από κάπρο και η ουλή αυτή ήταν η αιτία της αναγνώρισής του από την δούλα του Ευρύκλεια, όταν γύρισε στο σπίτι του, ύστερα από τις γνωστές οδύσσειες περιπλανήσεις του.

Η κυνηγετική του παιδεία αντικατοπτρίζεται και από το γεγονός ότι το κράνος που φορούσε κατά τη διάρκεια των μαχών έξω από τα τείχη της Τροίας, κατά τον Όμηρο πάντα, ήταν επενδυμένο με κυνόδοντες κάπρων. Κυνόδοντες που ήταν τόσο μεγάλοι που η καμπύλη τους αγκάλιαζε την καμπυλότητα τουκράνους. Εικόνα συμβολική για τους αντιπάλους, η οποία μαρτυρούσε την άριστη χρήση του δόρατος.

Ένας ακόμη λόγος, εξίσου σημαντικός που συνέδεε το κυνήγι με την στρατιωτική εκπαίδευση ήταν το ότι την εποχή εκείνη στις εκστρατείες η διοικητική μέριμνα αδυνατούσε να τροφοδοτήσει τον στρατό με τρόφιμα για ευνόητους λόγους και το κυνήγι αποτελούσε τη μοναδική ίσως πηγή τροφοδοσίας του στρατεύματος. Ο Φιλώτας, στρατηγός του Αλέξανδρου, στην εκστρατεία έστησε δίχτυ 18 χιλιομέτρων για να εξασφαλίσει τροφή στον στρατό.

Εδώ πρέπει να αναφέρουμε επίσης, ότι στην αρχαία Ελλάδα το κυνήγι ασκούνταν ελεύθερα από όλους τους πολίτες, ανεξαιρέτως κοινωνικής τάξης και αυτό και μόνο το στοιχείο της δημοκρατικής άσκησής του από όλους αδιακρίτως, το διαφοροποιεί από τον περσικό τρόπο άσκησης του κυνηγιού των βαρβάρων που περιόριζε το δικαίωμα συμμετοχής σε πλούσιους και ευγενείς της αυλής.

Αυτή η θεμελιώδης διαφορά επηρέασε αργότερα το κυνήγι στην Ευρώπη μέσα από τους Ρωμαίους και τη Γαλλική επανάσταση αργότερα. Ο περσικός τρόπος κυνηγίου ακολουθήθηκε μόνο από ορισμένους Έλληνες βασιλείς, αφού τα πολυέξοδα ομαδικά κυνήγια με εκατοντάδες σκυλιά και βοηθούς ή δούλους ελάχιστα γοήτευσαν του αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ανάπτυξαν άλλους τρόπους άσκησης της δημοφιλούς αυτής δραστηριότητάς τους. Επομένως αναφορές οι οποίες θέλουν την Περσία γενέτειρα του ερασιτεχνικού κυνηγίου είναι εν πολλοίς άστοχη. Αντίθετα φαίνεται ότι στην αρχαία Ελλάδα μαζί με την έκρηξη πολιτισμού, τεχνών, επιστημών και γραμμάτων συνέβη και η γέννηση όλων των σύγχρονων μορφών της θήρας, οι οποίες από τότε μέχρι σήμερα ελάχιστα άλλαξαν ή αναπτύχθηκαν.

Η κυνηγετική αυτή παράδοση μαζί με τον κλασικό αρχαιοελληνικό πολιτισμό πέρασε στη δύση και απετέλεσε το θεμέλιο της κυνηγετικής κουλτούρας της Δύσης. Ακόμη και σήμερα το έφιππο κυνήγι ελαφιού στη Γαλλία αποκαλείται: «Κυνήγι ελαφιού αρχαιοελληνικού τύπου». Επίσης, στην κεντρική Ευρώπη ύστερα από μια επιτυχημένη εξόρμηση μεγάλων θηραμάτων (ελαφιού, ζαρκαδιού, αγριόχοιρου) παίζονται σαλπίσματα προς απόδοση τιμών στον Απόλλωνα και την Αρτέμιδα. Όμως δεν αναφερθήκαμε καθόλου στα πουλιά τα οποία αποτελούσαν και αποτελούν ένα εξίσου ποιοτικό με τα μεγάλα θηράματα έδεσμα. Επειδή το κυνήγι τους (ορνιθοθηρευτική ή ιξευτική) όμως δεν απαιτούσε ιδιαίτερο σωματικό κόπο και ούτε ενείχε κινδύνους, θεωρούνταν υποδεέστερη υπόθεση και το μόνο που πρόσφερε, ήταν η εκπαίδευση των νεαρών στοτόξο και τη σφενδόνα. Οι περιπτώσεις που ως μέσα θήρας χρησιμοποιούνταν παγίδες (ξόβεργες, δίχτυα, κλπ) αντιμετωπίζονταν περιφρονητικά. Όμως το κρέας των θηραματικών πουλιών (ορτύκι, πέρδικα, μπεκάτσα, φάσσα, κ.α.) αποτελούσε σημαντικό και εκλεκτό μέρος της διατροφής των αρχαίων. 

Το κυνήγι του λαγού όμως με σκυλιά, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, μπορούσε να παθιάσει τόσο τον κυνηγό που να μη σκέφτεται τίποτε άλλο απ’ αυτό. Η μέθοδος αυτή του κυνηγιού του λαγού έχει φτάσει αναλλίωτη μέχρι τις μέρες μας. 

Με την αλληλοδιαδοχή των πολιτισμών οι Ρωμαίοι εντάσσουν το κυνήγι στο γραπτό τους δίκαιο και επιτρέπουν να ασκείται απ’ όλους τους ελεύθερους πολίτες. Το κυνήγι όμως στις αυτοκρατορίες διαφοροποιείται ως προς την κοινωνική του διάσταση και αποκτά περισσότερο τον χαρακτήρα επίδειξης δύναμης και εξουσίας από τους άρχοντες. 

Ετσι και στα βυζαντινά χρόνια διαφορετικά κυνηγούν οι κατώτερες τάξεις και διαφορετικά οι ανώτερες και ο αυτοκράτορας.

Οι άρχοντες οργανώνουν ομαδικά κυνήγια που συχνά κινητοποιούν πολλούς ανθρώπους με διαφορετικούς ρόλους (θηρευτές, κυναγωγούς, ιεροκοθήρες, κ.α.) και το κυνήγι παίρνει διαστάσεις πολεμικής επιχείρησης. Στο πρόσωπο του συμβόλου των ακριτών, Βασιλείου Διγενή Ακρίτα το κυνήγι υμνήθηκε ως ανδραγάθημα. 

Αντίθετα οι φτωχότεροι, συνήθως άνθρωποι της υπαίθρου, ασχολούνται κυρίως με το κυνήγι μικρών θηραμάτων χρησιμοποιώντας μέσα που χρειάζονται περισσότερη επιδεξιότητα παρά μυική δύναμη (παγίδες, κλπ).

Εκτός των άλλων το κυνήγι συμβάλει στην κοινωνική συνοχή της ομάδας και εξακολουθεί να αποτελεί προστρατιωτική εκπαίδευση. Επίσης, με βάση έρευνες από κείμενα και εικόνες αποτελεί τρόπο ψυχαγωγίας συνοδευμένο από σχετικό συμπόσιο. Γεγονός που δείχνει την κοινωνική και πολιτιστική του διάσταση (Σινάκος Α.).

Τέλος αξίζει να επισημανθεί, ότι και στη χριστιανική θρησκεία τα θηράματα και οι κυνηγοί, ως πλάσματα της δημιουργίας, έχουν τους προστάτες αγίους τους, όπως ο Άγιος Ευστάθιος για τους ελληνορθόδοξους και ο Άγιος Ουβέρτος για τους καθολικούς.

Του Θεοφάνη  Καραμπατζάκη,  Δασολόγου &  Μηχανολόγου Μηχανικού από την έκδοση της ΣΤ’ΚΟΜΑΘ ΠΑΝ-ΘΗΡΑΣ 2011


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ