Αρχική » Grid with Sidebar » Η σκοπευση στα υδροβια

Η σκοπευση στα υδροβια

by iHunt

Print Friendly, PDF & Email
demobanner

SVESTONOF
 
Η εξειδίκευση στο κυνήγι ενός θηράματος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες μερικοί από τους οποίους είναι η εμπειρία, η ικανότητα, η εξάσκηση και η συχνότητα επαφής με το θήραμα.
 
Ξεκινώντας λοιπόν να γράφω για τη ντουφεκιά στα παπιά, οφείλω να δηλώσω εκ των προτέρων πως δε θεωρώ τον εαυτό μου ειδικό. Έχω περίπου δεκαετή εμπειρία στο κυνήγι των συγκεκριμένων θηραμάτων η οποία μάλιστα πηγάζει από μία μόνο περιοχή, το δέλτα του Αξιού – Λουδία – Αλιάκμονα. 
 
Στη διάρκεια αυτών των ετών όμως έκανα διάφορους πειραματισμούς τόσο στη σκόπευση όσο και στην επιλογή των φυσιγγιών και τα αποτελέσματα τους είναι αυτά που θα αναπτύξω παρακάτω.
 
Θεσμικό πλαίσιο – αντιξοότητες
 
Πριν όμως περάσω στο θέμα θα ήθελα να αναφέρω πως προσωπικά έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως το θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα αδικεί τους παπιοκυνηγούς  ίσως περισσότερο από κάθε άλλη κατηγορία κυνηγών. Και τούτο διότι με το σύνολο σχεδόν των υγροτόπων να είναι απαγορευμένοι για τη θήρα, την άδικη κατά τη γνώμη μου απαγόρευση του Φεβρουαρίου, που αποτελεί έναν από τους καλύτερους μήνες για το συγκεκριμένο κυνήγι και την υπερβολική ευαισθησία των απαγορεύσεων με το πρώτο χιονάκι, κάθε παπιοκυνηγός πιέζεται χρονικά στις περισσότερες περιπτώσεις, να κυνηγήσει σε ένα τέταρτο στο σούρουπο και άλλο τόσο το χάραμα.
 
Εκεί, αν είναι τυχερός, θα του περάσει κάποιο παπί βολικά το οποίο αν καταφέρει να ανταπεξέλθει στις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες από πλευράς ορατότητας – σκόπευσης, μπορεί να το βάλει στην τσάντα.
 
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε το γεγονός πως απαγορεύεται η χρήση ομοιωμάτων και κραχτών που αποτελούν παραδοσιακό τρόπο κυνηγιού των υδροβίων στις περισσότερες χώρες του κόσμου, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για κυνηγούς υπό διωγμό και να δώσουμε τον τίτλο του «ήρωα» σε όσους επιμένουν να κυνηγούν υδρόβια στη χώρα μας σε πείσμα του παραλογισμού.
 
Η ντουφεκιά στα παπιά στην Ελλάδα επομένως, δε γίνεται υπό τις ίδιες συνθήκες με τις οποίες γίνεται και στο εξωτερικό, όπου παπιά μπορεί να κυνηγήσει κάποιος και μέρα και να τα φέρει ήρεμα κοντά του να κάτσουνε με κράχτες και ομοιώματα, διαδικασίες που ωφελούν τόσο τον κυνηγό όσο και το θήραμα και το περιβάλλον.
 
Στατιστικά οι ντουφεκιές των περισσότερων σε παπιά με καλές συνθήκες ορατότητας, αποτελούν ποσοστό μικρότερο του 5%, γεγονός το οποίο επηρεάζει σημαντικά την όποια συζήτηση θα μπορούσε να αναπτυχθεί γύρω από το συγκεκριμένο θέμα.
 
Συνέπεια των παραπάνω είναι, εικόνες σαν αυτή που ακολουθεί να είναι σπάνιες ως απίθανες στο συγκεκριμένο κυνήγι στη χώρα μας, με αποτέλεσμα να μην είναι τόσο δημοφιλές όπως σε άλλες χώρες π.χ. Αμερική, όπου μάλλον διεκδικεί μία από τις πρώτες θέσεις στις προτιμήσεις των κυνηγών, αν κρίνουμε από το υλικό που υπάρχει διαθέσιμο στο διαδίκτυο.
 
Τα είδη και οι διαφορές τους
 
Περνώντας τώρα στο κυρίως θέμα, η πρώτη διαπίστωση που θα μπορούσα να καταθέσω είναι πως λανθασμένα οι περισσότεροι αναφερόμαστε στα παπιά σαν να είναι ένα θήραμα. Η βιολογία τους που περιλαμβάνει μερικές ουσιαστικές διαφορές, το μέγεθός τους, η ταχύτητες και τα άλλα χαρακτηριστικά του τρόπου πτήσης, οι συνθήκες στις οποίες συνήθως ερχόμαστε σε επαφή με κάθε είδος, η εποχή και ακόμη και η ώρα της ημέρας στην οποία τα συναντάμε, εκτιμώ πως διαμορφώνουν μεγάλες διαφοροποιήσεις στη μοναδικότητα της στιγμής που πατάμε τη σκανδάλη σκοπεύοντας ένα παπί.
 
Στην Ελλάδα επιτρέπεται η θήρα εννέα ειδών πάπιας. Τα πρώτα επτά είδη ανήκουν στην κατηγορία πάπιες επιφανείας και είναι το κιρκίρι (Anas crecca), η πρασινοκέφαλη (Anas platyrhynchos), το σφυριχτάρι (Anas Penelope), η ψαλίδα(σουβλόπαπια) (Anas acuta), η φλυαρόπαπια (καπακλής)(Anas strepera), η χουλιαρόπαπια (κουταλάς) (Anas clypeata) και ο απαγορευμένος καρπός, η σαρσέλα (Anas querquedula), την οποία ουδέποτε έχω συναντήσει εντός κυνηγετικής περιόδου. Τα συγκεκριμένα είδη δεν έχουν τη δυνατότητα να βουτήξουν ολόκληρο το σώμα τους μέσα στο νερό. Στη διάρκεια της μέρας τρέφονται από την επιφάνεια του νερού και τη νύχτα συνήθως βόσκουν σε καλλιέργειες με καλαμπόκι, ρύζι κλπ οι οποίες όταν είναι πλημμυρισμένες τα έλκουν ιδιαίτερα. 
 
Τα υπόλοιπα δύο είδη ανήκουν στις καταδυτικές πάπιες και είναι η τσικνόπαπια (μαυροκέφαλη) (Aythia fuligula) και η κυνηγόπαπια (γκισάρι) (Aythia ferina). Αυτά τα είδη καταδύονται σε βάθος και βρίσκουν την τροφή τους αποκλειστικά στο βυθό. Είναι επομένως εξαιρετικά σπάνιο να συναντήσει κανείς αυτά τα δύο είδη στη διάρκεια του συνηθισμένου τρόπου κυνηγιού που είναι το καρτέρι στο χάραμα και το σούρουπο, μιας και δε βγαίνουν να βοσκήσουν τη νύχτα σε καλλιέργειες όπως τα είδη του γένους Anas.
 
Οι διαφορές μεταξύ των ειδών αλλά και μεταξύ των πιθανών συνθηκών θήρας θα μπορούσαν να αποτυπωθούν με το παρακάτω παράδειγμα: είναι άλλο πράγμα να πάει κάποιος για πρασινοκέφαλα μέρα μεσημέρι με ήλιο και τελείως διαφορετικό να κυνηγήσει κιρκίρια το σούρουπο μιας συννεφιασμένης και βροχερής μέρας.
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ένα εξαιρετικά ανθεκτικό και μεγάλο θήραμα, το οποίο συνήθως κινείται σε οριακές αποστάσεις, ενώ στη δεύτερη έχουμε να κάνουμε με ένα μικρό ταχύτατο θήραμα που εμφανίζεται και εξαφανίζεται από το πουθενά στο πουθενά χωρίς πολλές φορές να μας δώσει ούτε τη δυνατότητα να το δούμε, περνώντας συχνά σε μικρές αποστάσεις από μας.
 
Θεωρώ πως όλα τα θηράματα, ανάλογα με τις συνθήκες, υπάρχουν περιπτώσεις που θα δώσουν ελάχιστα περιθώρια αντίδρασης στον κυνηγό. Όταν όμως έχεις να κάνεις με το κιρκίρι που πιάνει ταχύτητα πτήσης πάνω από 100χμ/ώρα, και στο 90% των περιπτώσεων  το κυνηγάς ελάχιστα πριν πέσει η νύχτα, τότε μπορούμε να κάνουμε λόγο για μία από τις συστηματικά δυσκολότερες ντουφεκιές σε Ελληνικό θήραμα.
 
Τα πρασινοκέφαλα όταν κυνηγά κανείς σούρουπο, στους χώρους τροφοληψίας τους βγαίνουν κατά κανόνα πρώτα, νωρίτερα από τα κιρκίρια και συνήθως πετάνε σχετικά ψηλά.
 
Τα μικρά κιρκίρια  που πετάνε σα δαίμονες αντίθετα, βγαίνουν πιο αργά και κάνουν συχνά «χαμηλές πτήσεις» με αποτέλεσμα πολλές φορές να περνάνε δίπλα από τον κυνηγό και αυτός να μην μπορεί να τα δει.
 
Η σημαντικότερη αίσθηση
 
Κάπου εδώ θα πρέπει να αναφερθεί η σημαντικότερη κατά τη γνώμη μου παράμετρος στο κυνήγι των παπιών, όταν αυτό γίνεται σούρουπο ή χάραμα. Η συγκεκριμένη παράμετρος, είναι επίσης αυτή που διαφοροποιεί πλήρως το συγκεκριμένο κυνήγι από οποιοδήποτε άλλο και όσο να πεις του δίνει μία ξεχωριστή μαγεία. Αναφέρομαι φυσικά στην ακοή, η οποία είναι μία αίσθηση που στα υπόλοιπα κυνήγια παίζει μικρό ως ελάχιστο ρόλο αλλά στο καρτέρι με χαμηλή ορατότητα των παπιών, είναι κατά τη γνώμη μου σημαντικότερη από την όραση.
 
 
Όσοι κυνηγάνε συστηματικά τα παπιά έχουν εξειδικευτεί ακόμη και στην αναγνώριση του είδους από τον ήχο των φτερών. Το μαγικό σφύριγμα των φτερών των πρασινοκέφαλων και των άλλων μεγάλων παπιών και το αδιάκοπο «φουρφούρισμα» των κιρκιριών, δίνουν τη δυνατότητα στον κυνηγό να γνωρίζει πότε τον προσεγγίζει ένα παπί. Σε πολλές περιπτώσεις ο ήχος των φτερών δίνει επίσης τη δυνατότητα να γνωρίζουμε αν τα παπιά που μας πλησιάζουν είναι μικρά ή μεγάλα με την ακοή, πριν ακόμη δούμε το θήραμα, με αποτέλεσμα αυξημένες πιθανότητες επιτυχίας.
 
Για την αξία και το ρόλο του να ακούσει πριν να δει κανείς τα παπιά όταν έχει πέσει το φως, όπως και για την εξάσκηση που απαιτείται επ’ αυτού θα αναφέρω ένα προσωπικό παράδειγμα που έχει μείνει ανεξίτηλο εδώ και πολλά χρόνια.
 
Κάπου κοντά στο 2000 βρέθηκα για κυνήγι παπιών σούρουπο με δύο φίλους οι οποίοι δεν ήταν κυνηγοί. Ηλικία όλοι κάτω από 25. Η μέρα ήταν συννεφιασμένη και τα παπιά ελάχιστα. Σε μια στιγμή ακούω το χαρακτηριστικό σφύριγμα των πρασινοκέφαλων και άμεσα γυρνώ από την άλλη, τα βλέπω καμιά δεκαριά, ρίχνω δύο φυσίγγια και πέφτει το ένα. 
 
Παρά το γεγονός πως και οι τρείς κοιτούσαμε τον ουρανό ψάχνοντας για παπιά και πως τα πρασινοκέφαλα πέρασαν σε απόσταση 25-30 μέτρων με φόντο τον ουρανό, οι δύο φίλοι δεν άκουσαν και δεν είδαν τίποτα. Ήταν τόσο μεγάλη η απορία τους που αμφέβαλλαν μέχρι να δουν το παπί στα χέρια μου για το αν είχα πραγματικά δει τα παπιά εκείνα ή όχι. Τα αντανακλαστικά τους πιθανά ήταν πολύ καλύτερα από τα δικά μου. Δεν είχαν όμως την απαιτούμενη ηχητική εξοικείωση που μόνο με πολλά «μεροκάματα» στο βάλτο μπορεί να αποκτήσει κανείς.
 
 
Φυσίγγια
 
Όταν ξεκίνησα να κυνηγώ παπιά έπαιρνα μαζί μου αποκλειστικά 4άρια ή 5άρια 35 -38 γραμμαρίων με συγκεντρωτήρα, βασιζόμενος στην λανθασμένη άποψη πως το παπί είναι σκληρό και θέλει χοντρό φυσίγγι. Σήμερα, έχοντας ζήσει στην πράξη τις παραπάνω διαφορές μεταξύ των ειδών σε μέγεθος, ταχύτητα πτήσης και συνθήκες συνάντησης, έχω καταλήξει να παίρνω μαζί μου τεσσάρων ειδών φυσίγγια για το μόλις ένα τέταρτο που συνήθως κυνηγώ τα παπιά, κάτι το οποίο νομίζω πως δε συμβαίνει με κανένα άλλο θήραμα.
 
5άρια ή 6άρια με συγκεντρωτήρα και 6άρι διασποράς, για τις ψηλωμένες και  τις χαμηλές ντουφεκιές αντίστοιχα στα πρασινοκέφαλα που βγαίνουν πρώτα και 7άρι ή 8άρι με συγκεντρωτήρα και τα αντίστοιχα διασποράς για τα μικρά που βγαίνουν τελευταία.
 
Αν κάποιος γνωρίζει πως θα συναντήσει μόνο μικρά παπιά σε μία έξοδο, τότε θα πρότεινα να έχει μαζί του φυσίγγια νούμερο 7-8 με ανοιχτό τσοκ, ή τα ίδια νούμερα με διασπορέα για μικρές και μεσαίες αποστάσεις. Αν πάλι γνωρίζει πως θα συναντήσει μόνο μεγάλα παπιά τότε θα πρότεινα τα νούμερα 4 – 6 για μεσαίες και μακρινές αποστάσεις με μέτριο τσοκάρισμα και ανοιχτό τσοκ, ή διασποράς στα νούμερα 5 -7 αν πρόκειται για κοντινές ντουφεκιές. 33 με 36 γραμμάρια για τις «κανονικές» μέρες και μάλλον λίγο βαρύτερα όταν οι θερμοκρασίες κινούνται κάτω από το μηδέν είναι τα προτεινόμενα. Να σημειώσω εδώ πως η χρήση ιδιαίτερα βαριών γομώσεων σε μικρά νούμερα φυσιγγιών μπορεί να δώσουν τη δυνατότητα να κατεβάσουμε ένα παπί «από το Θεό» αλλά αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες τραυματισμού και μη ανάκτησης του θηράματος όπως επίσης και τις πιθανότητες αποτυχίας στις «κανονικές» αποστάσεις, οπότε προσωπικά δε θα πρότεινα τέτοια λύση.
 
Το ωραίο στα παπιά είναι πως συνήθως δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει εκ των προτέρων ποιά είδη θα συναντήσει στην έξοδο του, με αποτέλεσμα η επιλογή φυσιγγιών να αποτελεί μία ιδιαίτερα δύσκολη εξίσωση.
 
Το όπλο
 
Η πολυπλοκότητα στο κυνήγι των παπιών που συνθέτουν μεταξύ άλλων τα όσα αναφέρονται παραπάνω, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για προτάσεις στα όπλα.
 
Μετά το σημαντικότερο παράγοντα, που δεν είναι άλλος από το «να σου κάθεται» το όπλο με το οποίο κυνηγάς, εκτιμώ πως για το συγκεκριμένο κυνήγι είναι καλύτερα τα μεσαία μήκη κανών με δυνατότητα αλλαγής σύσφιξης, έτσι ώστε να καλύπτονται τα περισσότερα από τα πιθανά σενάρια των συνθηκών συνάντησης με το θήραμα.
Την υγρασία και τις λοιπές κακουχίες του βάλτου τις ξέρουν όλοι, οπότε ένας άλλος παράγοντας που θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, είναι η ανθεκτικότητα του όπλου σε αυτές τις συνθήκες.
 
Στο δια ταύτα
 
 
Το να πει κάποιος με ευκολία πως η ντουφεκιά στο παπί είναι έτσι ή αλλιώς, αποτελεί ιδιαίτερα ριψοκίνδυνο εγχείρημα. Στο εξωτερικό, με τη χρήση κραχτών και ομοιωμάτων και σε κυνηγότοπους χωρίς συνωστισμό, το πιθανότερο είναι πως θα μιλούσαμε για μία μάλλον εύκολη ντουφεκιά.
 
Στην Ελλάδα όμως του αναίτια αυστηρού θεσμικού πλαισίου σε κράχτες και ομοιώματα και των περιορισμένων κυνηγότοπων και του συνωστισμού, εύκολη ντουφεκιά σε παπί είναι εξαιρετικά σπάνιο και τυχερό πράγμα. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο διαθέσιμος χρόνος από τη στιγμή που θα δει ο κυνηγός ένα παπί μέχρι να πατήσει τη σκανδάλη, διαρκεί από λίγα ως ελάχιστα δευτερόλεπτα, γεγονός το οποίο συνδυαζόμενο με τις πολύ κακές συνθήκες από πλευράς ορατότητας και καιρού, τοποθετεί τη ντουφεκιά στα παπιά ανάμεσα στις δυσκολότερες.
 
Η ορθή επιλογή φυσιγγιών, η ικανότητα ηχητικού εντοπισμού του θηράματος πριν  περάσει στο οπτικό μας πεδίο λόγω περιορισμένης ορατότητας, η γνώση της περιοχής και η όσο το δυνατό καλύτερη επαφή με το όπλο μας που σημαίνει ορθή προσκόπευση υπό όλες τις συνθήκες όπου αυτή απαιτείται, αποτελούν μάλλον μονόδρομο για πετυχημένες ντουφεκιές σε παπιά, τόσο για τους παλιούς όσο και για τους νέους κυνηγούς.
 
*Το παραπάνω κείμενο το αφιερώνω στον πατέρα μου, Κωνσταντίνο Γκάσιο, ο οποίος με περισσή υπομονή και στωικότητα όταν ήμουν έφηβος, δεχόταν αδιαμαρτύρητα να χάνει κουρασμένος το λιγοστό αλλά πολύτιμο μεσημεριάτικο ύπνο του, για να με πηγαίνει στον κάμπο των Ιωαννίνων τα απογεύματα για παπιά, που ήταν τότε το μεγαλύτερο μεράκι μου.
 
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΑΣΙΟΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΑΣΙΟΣ – ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
 


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ