Αρχική » Grid with Sidebar » Ο Κυνηγος του Χειμωνα

Ο Κυνηγος του Χειμωνα

by iHunt

Print Friendly, PDF & Email
demobanner

SVESTONOF

 

Χειμώνας στο βουνό, ξημέρωμα. Χιόνι έχει σκεπάσει τα πάντα, αφαιρώντας τους το όποιο γκρίζο, θλιβερό χρώμα, χαρίζοντάς τους το λευκό. Λευκό της καθαρότητας, της αγνότητας και του φωτός. Οι επιφάνειες κάτω  του χιονιού, ελάχιστα ενδιαφέρουν. 

 

Αυτό που φαίνεται από χιλιόμετρα μακριά, λαμπυρίζοντας κάτω από το αχνό σεληνόφως, είναι οι ασημοσκέπαστες πεδιάδες με τα χωράφια και τους κάμπους  και οι μυτερές κορφές των βουνών και των μικρών λόφων με τα δάση. Εκεί στο βουνό, ο αέρας γίνεται πιο δυνατός, τα δέντρα τρίζουν στο διάβα του και το χιόνι πυκνώνει. 

 

Λίγο πριν το πρώτο φως σημάνει εγερτήριο, ο κυνηγός είχε ξυπνήσει από τα ουρλιαχτά των λύκων, που οι χαράδρες και τα φαράγγια, τα έκαναν να μοιάζουν με αλαλαγμούς τεράστιων σε διαστάσεις, αγριμιών της νύχτας, καθώς αντιλαλούσαν. 

 

Μερικές ώρες νωρίτερα, είχε στοιβάξει αρκετά μικρά ξύλα πίσω από το πορτάκι της μαγειρικής εστίας, που χρησίμευε εκτός από το ψήσιμο του φαγητού και του καφέ, ως τζάκι που χάριζε ζέστη στο δωμάτιο. Είχε υπολογίσει σωστά την όρεξη της φωτιάς και δεν χρειάστηκε να σηκωθεί μέσα στη νύχτα για να την ξαναταϊσει. 

 

Σβήνοντας το κερί δίπλα στο κρεβάτι του, έριξε μια ματιά στο δίκαννό του, που τον κοίταζε περήφανα από τον τοίχο και αναρωτήθηκε ποιά συνάντηση του είχε ορίσει η τύχη τις επόμενες ώρες, με τα ζώα του δάσους. Ώρες μετά, πετάχτηκε ταραγμένος μέσα από τον ύπνο του, καθώς οι λύκοι καλούσαν ουρλιάζοντας, ο ένας τον άλλον. 

 

Αμέσως, άναψε το κερί και σηκώθηκε από το κρεβάτι του, κατευθυνόμενος προς το παράθυρο. Το χιόνι δεν είχε σταματήσει να πέφτει. Σκληρός χειμώνας ο φετινός, σκέφτηκε. Βδομάδες τώρα, δεν λέει να κωπάσει η κακοκαιρία. Η φωτιά, ακόμα δυνατή, ζέσταινε τώρα το μπρίκι με τον καφέ, καθώς ο κυνηγός ντυνόταν και έβαζε τις μπότες του.

 

Το δωμάτιο λιτό, με τρία παράθυρα να βλέπουν στο δάσος που ξεκινούσε λίγο πιο πέρα, με ένα τραπέζι και τέσσερις καρέκλες φτιαγμένα στο χέρι από οξιά, με ένα κρεβάτι από βελανιδιά και μία μεταλλική εστία με τέσσερα μάτια, που έτρωγε λαίμαργα τα ξύλα.

 

Ο καφές, γλίστρησε στην κούπα του κυνηγού και εκείνος απόλαυσε, τις τελευταίες ζεστές στιγμές μέσα στην καλύβα. Πέρασε το κυνηγετικό μαχαίρι στη θήκη της ζώνης του και φόρεσε στην πλάτη το σακίδιο με τα λιγοστά αλλά απαραίτητα εφόδια για την εξόρμησή του. Τελευταίο, άφησε το δίκαννο ακουμπώντας τον δερμάτινο αορτήρα στον ώμο του. Ήταν έτοιμος.

 

Βαδίζοντας στο γνωστό μονοπάτι, με σίγουρο βήμα, έστρεψε το όπλο του προς τα κάτω, θέλοντας να προστατέψει τις πολυταλαιπωρημένες κάννες του. Ήταν ένα δίκαννο με μεγάλη ιστορία, μια που με αυτό κυνηγούσε και ο πατέρας του, συμπληρώνοντας με εκλεκτά θηράματα όπως λαγό, αγριογούρουνο και ζαρκάδι, το φτωχικό κατά τα άλλα οικογενειακό τραπέζι. 

 

Το δάσος, αποτελούσε ζωοδόχο πηγή για τον ίδιο, καθώς και για πολλούς κυνηγούς, γενιές τώρα, προσφέροντάς τους ξυλεία, καρπούς, θηράματα και πολύτιμο οξυγόνο. 

Το όπλο του, ήταν ένα ταπεινό μέσο, για να ταΐσει την πείνα του. Ρώσικο δίκαννο με κοκόρια και ξύλινα μέρη από καρυδιά, τον είχε συντροφέψει σε αμέτρητες κυνηγετικές εξόδους. Το είχε αγαπήσει αυτό το τουφέκι, το είχε μάθει και επώμιζε αυτόματα με το που έβλεπε στο δραστικό του πεδίο ένα θήραμα, το οποίο κατέληγε, τις περισσότερες φορές, στο σάκο του. Τα μέταλλά του, αλλά και τα ξύλα του, είχαν ζήσει παγωνιές, βροχές και εκείνη την ημέρα, έναν ακόμα χιονιά. Χρόνια όμως τώρα, στιγμή δεν τον είχε προδώσει και παρέμενε ο πιστός του σύντροφος.

 

Ύστερα από μερικές εκατοντάδες μέτρα, έφτασε στο σημείο, όπου συνήθως, αποτελούσε πέρασμα για πολλά άγρια ζώα. Έκανε πολλές φορές το καρτέρι του εκεί και τις περισσότερες, έβγαινε κερδισμένος και εν συνεχεία, χορτασμένος. Κρύφτηκε πίσω από ένα έλατο και περίμενε. Έλεγξε μία τελευταία φορά τις κάννες του, ότι δεν είχαν πάρει χιόνι ή λάσπη και ήταν ελεύθερες να τουφεκίσουν με ασφάλεια. Ακούνητος, έστησε το καρτέρι του.

 

Ευνοημένος από τον αέρα που φυσούσε κόντρα, δύσκολα θα γινόταν αντιληπτός από οποιοδήποτε θήραμα εμφανιζόταν. Η ώρα άρχισε να κυλάει, καθώς ο ήλιος προχωρούσε την τροχιά του στον ουρανό, παραμένοντας ωστόσο, πλήρως καλυμμένος πίσω από τα βαριά σύννεφα. 

 

Σιγά σιγά, άρχισαν να παγώνουν τα χέρια του κάτω από τα μάλλινα γάντια. Το κεφάλι του, το προστάτευε με ένα καπέλο από δέρμα κατσίκας, περασμένο και αδιαβροχοποιημένο με λίπος και οι δερμάτινες μπότες του, ζέσταιναν καλά τα πόδια του. Η παραμονή του όμως στο χιόνι και στο κρύο, δεν ήταν σύμμαχος της λίγης ζεστασιάς που ένιωθε ακόμα. Ήλπιζε, το πολυπόθητο θήραμα, όποιο και να ήταν αυτό, να μην αργούσε να κάνει την εμφάνισή του.

 

Ξαφνικά, μέσα στην παγωνιά, σαν να του φάνηκε ότι άκουσε ένα θόρυβο. Ένας ανεπαίσθητος ήχος, από ένα κλαράκι που έσπασε σε μικρή σχετικά απόσταση, τον έκανε να ξεχάσει το κρύο που είχε αρχίσει να τον βασανίζει και αμέσως, σάρωσε με την κυνηγετική μάτια του, την γύρω περιοχή. 

 

Με την πρώτη, δεν εντόπισε κάτι καινούριο, στην εικόνα που αντίκριζε τις τελευταίες ώρες. Έλατα και χαμηλοί πυκνοί θάμνοι ολόγυρα, με μερικές οξιές και ένα μικρό άνοιγμα, που αποτελούσε μέρος ενός από τα πολλά μονοπάτια του βουνού. Πάνω που ήταν έτοιμος να πιστέψει ότι τα αυτιά του τον γέλασαν, είδε μία σκιά, να σκαλίζει το χιόνι πίσω από ένα θάμνο.

 

Δεν ήταν σίγουρος για αυτό που περίμενε να δει, αν και η εμπειρία, του ψιθύριζε ήδη για το είδος και το μέγεθος του ζώου. Περίμενε λίγο ακόμα, απασφαλίζοντας ταυτόχρονα, την σκανδάλη του όπλου του. Αργά, έχοντας την μουσούδα του στο χώμα όπου έψαχνε για τροφή, εμφανίστηκε ένας πελώριος κάπρος με μεγάλους κυνόδοντες. Το μαύρο, άγριο τρίχωμά του, είχε μερικές λευκές νιφάδες επάνω, από το χιόνι που έπεφτε.

 

Το αγρίμι, μπορεί να μην έβλεπε καλά, αλλά η όσφρησή του και η ακοή του ήταν οξύτατες. Σήκωσε λοιπόν το δίκαννο αθόρυβα και προσεκτικά, σημαδεύοντας χωρίς αναπνοή, λίγο πάνω από το μπροστινό πόδι του μονιά. Τράβηξε την σκανδάλη και το ζώο τινάχτηκε με βία. Χωρίς να χάσει παραπάνω από λίγα μόλις δευτερόλεπτα, ξανασημάδεψε και έδωσε την τελική τουφεκιά. 

Το αγριογούρουνο , είχε πέσει λίγα μέτρα πιο κάτω από το σημείο που δέχτηκε το πρώτο βόλι, καθώς το δεύτερο, έβαλε τέλος στην αγωνία του. Ο κυνηγός, βγαίνοντας από το καρτέρι του, όπλισε ξανά καλού κακού και πλησίασε το θήραμα. 

 

Ξαπλωμένο στο πλάι, τεράστιο σε μέγεθος και περήφανο ακόμα και έτσι τουφεκισμένο, ενέπνεε τον απόλυτο σεβασμό του θηρευτή του, που αναγνώριζε την δύναμη και την ομορφιά του αγριόχοιρου. Έσκυψε και ακούμπησε με τα χέρια του, το ατίθασο ζώο. 

 

Σούφρωσε τα χείλη του κουνώντας το κεφάλι του νευρικά πάνω κάτω μερικές φορές, κοίταξε ολόγυρά του, σαν να ευχαριστούσε το δάσος για το δώρο που του χάρισε. Δώρο ζωής, μια που θα του πρόσφερε πολύτιμη τροφή για πολλές εβδομάδες. Άνοιξε το σακίδιο και έβγαλε ένα χοντρό σχοινί, με το οποίο έδεσε τον κάπρο και κίνησε για τον δρόμο της επιστροφής, που έμοιαζε τώρα πολύ πιο σύντομος από την πρωινή διαδρομή, λόγω της επιτυχίας του.

 

Έξω από την καλύβα, σε ένα σημείο προστατευμένο από τον βοριά, κρέμασε στο τσιγκέλι το πολύτιμο θήραμα, το καμάρωσε και ήπιε ευχαριστημένος μία κούπα κόκκινο κρασί που μόλις είχε γεμίσει. Έβγαλε το μαχαίρι από το θηκάρι του και ετοιμάστηκε για την ιεροτελεστία. Δόξα τω Θεώ, όλα καλά και αυτή τη μέρα..

 
Του Γιώργου Ξανθόπουλου από το ιστολόγιο κυνηγετικού ενδιαφέροντος ΚΥΝΗΓΟΣ


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ