
Το είδος και τα χαρακτηριστικά των πληροφοριών αυτών, για τις ΕΠΜ προσδιορίστηκε αρχικά στις διατάξεις της ΚΥΑ 69269/5387/1990 και στη συνέχεια στις διατάξεις του Ν. 4685/2020.
Οι διατάξεις αυτές ορίζουν ότι οι πληροφορίες αυτές πρέπει να είναι αξιόπιστα επιστημονικά δεδομένα, τα οποία αφορούν στην υπό εξέταση περιοχή και τεκμηριώνουν τα χαρακτηριστικά των τύπων των φυσικών οικότοπων της, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ (φυσικό ή ημιφυσικό των εκτάσεων τους, σύνθεση της βλάστησης ή των γεωμορφολογικών τους χαρακτηριστικών, πληθυσμιακά μεγέθη των φυτών και των ζώων τους που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙ της ίδιας οδηγίας).
Επίσης προβλέπεται να περιλαμβάνουν πληθυσμιακά μεγέθη για τα πτηνά τους που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 2009/147/ΕΚ, καθώς και μεγέθη που αφορούν στην ύπαρξη στην υπό εξέταση περιοχή της απαραίτητης έκτασης και ποικιλίας τύπων φυσικών οικότοπων που απαιτούνται για την μακροχρόνια διατήρηση των πτηνών αυτών.
Τα πορίσματα των ΕΠΜ απαιτείται να προσδιορίζουν και τις χρήσεις γης που προβλέπει ο Ν. 4685/2020 και να τεκμηριώνουν ότι οι χρήσεις αυτές εξασφαλίζουν την επίτευξη της Ικανοποιητικής Κατάστασης Διατήρησης των τύπων φυσικών οικότοπων, των φυτών και των ζώων τους από κοινού με την απρόσκοπτη οικονομική ανάπτυξη και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος που επηρεάζεται.
Σύμφωνα με το Ν. 3937/2010 η επίτευξη της Ικανοποιητικής Κατάστασης Διατήρησης των τύπων φυσικών οικότοπων απαιτεί: Η περιοχή της φυσικής κατανομής του και οι εκτάσεις τους να μένουν σταθερές ή αυξάνονται, ενώ η δομή και οι ειδικές λειτουργίες που απαιτούνται για τη μακροπρόθεσμη διατήρηση τους να υφίστανται και είναι δυνατόν να συνεχίσουν να υφίστανται κατά το προβλεπτό μέλλον.
Για τα χαρακτηριστικά φυτά και τα ζώα τους απαιτεί: τα δεδομένα της δυναμικής των πληθυσμών τους να καταδεικνύουν τη συνέχιση της ύπαρξης τους, σε μακροπρόθεσμη βάση, ως ζωτικό συστατικό στοιχείο των τύπων φυσικών οικότοπων στους οποίους ανήκουν, το γεωγραφικό εύρος κατανομής τους να μην παρουσιάζει μείωση, ούτε να υπάρχει κίνδυνος να μειωθεί στο άμεσο μέλλον, και να υπάρχουν και να συνεχίσουν να υπάρχουν και στο μέλλον επαρκείς εκτάσεις τύπων φυσικών οικότοπων (habitat/ενδιαιτήματα) ώστε οι πληθυσμοί τους να διατηρηθούν μακροπρόθεσμα.
Από τα κείμενα της ΕΠΜ, δεν προκύπτει η αξιόπιστη τεκμηρίωση με επιστημονικά δεδομένα της κατάστασης του περιβάλλοντος στις υπό εξέταση περιοχές. Αμφισβητείται ακόμα ότι τα πορίσματά τους μπορούν να συμβάλλουν στην προστασία της βιοποικιλότητας (επίτευξης Ικανοποιητικής Κατάστασης Διατήρησης των προστατευτέων τύπων φυσικών οικότοπων των φυτών και των ζώων τους αφορά στο σύνολο των εκτάσεων του δικτύου Natura 2000 που εξετάζουν).
Γενική διαπίστωση για το ατεκμηρίωτο της εν λόγω ΕΠΜ, είναι η απαράδεκτη έλλειψη πληθυσμιακών και δημογραφικών δεδομένων ιδιαίτερα για τα ζώα (αριθμός ατόμων, κατανομές, αρσενικών – θηλυκών, ηλικιακές κλάσεις κ.λπ.). Συνεπώς Δεν υπάρχουν επαρκή επιστημονικά δεδομένα που να αποδεικνύουν την ανάγκη για τόσο μεγάλες σε έκταση απαγορεύσεις για την θήρα, και συνεπώς αποτελεί καθαρή ιδεοληψία και αντικυνηγετικό μένος από την πλευρά των μελετητών.
Η ΕΠΜ αντί να προσδιορίσει μικρές και συγκεκριμένες εκτάσεις τα χαρακτηριστικά των οποίων επιτρέπουν τη διατήρηση των ειδών ενδιαφέροντος, χωρίς να δημιουργούν προβλήματα στην κοινωνία, προτείνει την προστασία μεγάλων εκτάσεων, με όρους που μόνο προβλήματα δημιουργούν.
Πιθανή δε απαγόρευση στις περιοχές αυτές θα έχει ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των ελεύθερων κυνηγοτόπων και κατά συνέπεια την υπέρμετρη συγκέντρωση κυνηγών στις υπόλοιπες, όπου επιτρέπεται ένα μέρος του για το κυνήγι, ασκώντας σημαντικά μεγαλύτερη πίεση στα θηράματα από τη μια και εγκυμονώντας κινδύνους εμφάνισης κυνηγετικών ατυχημάτων από την άλλη, υποβαθμίζοντας την ποιότητα αναψυχής του ίδιου του κυνηγιού και της κυνηγετικής δραστηριότητας εν γένει.
Στο παραπάνω πρέπει να συνυπολογιστεί και η ανάγκη για τον έλεγχο του πληθυσμού του αγριόχοιρου, μέσω του ελεύθερου κυνηγιού ή των συνεργείων δίωξης που θέσπισε το Υπουργείο, ενώ μόλις πρόσφατα επιβεβαιώθηκε κρούσμα Αφρικανικής Πανώλης των Χοίρων στην Ελληνική Επικράτεια.
Σημειώνουμε δε ότι η δραστηριότητα της θήρας διαχειρίζεται επαρκώς και με σαφήνεια από το Υπουργείο Περιβάλλοντος με την έκδοση της ετήσιας Ρυθμιστικής Διάταξης Θήρας και την εποπτεία των αρμοδίων δασικών αρχών (Δασαρχεία, Διευθύνσεις Δασών), οι οποίες διαθέτουν και την εμπειρία αλλά και το κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό, κάτι που δεν διαθέτουν στο βαθμό που απαιτείται οι ΜΔΠΠ.
Συνεπώς οποιαδήποτε εισήγηση ή πρόταση ή διαχειριστικό μέτρο που αφορά την θήρα, θα πρέπει να γίνεται με την συμμετοχή και διαβούλευση με τις κυνηγετικές οργανώσεις, οι οποίες και διαθέτουν έμπειρο και εξειδικευμένο προσωπικό πάνω στο επιστημονικό αντικείμενο.
Με βάση τα παραπάνω διαμαρτυρόμαστε έντονα για τις απαγορεύσεις και τις προτάσεις της ΕΠΜ που αφορούν τη θήρα, το οποίο θεωρούμε πρόχειρο και κακογραμμένο, χωρίς τεκμηρίωση και με σαφή πρόθεση να βλάψει τη θήρα και την κυνηγετική οικογένεια. Με δεδομένο το γεγονός πως δεν παρουσιάζεται η απαιτούμενη τεκμηρίωση για τις νέες απαγορεύσεις θήρας που προβλέπονται στην Ε.Π.Μ.,
Ζητούμε από τη μελετητική ομάδα να αφαιρέσει τους νέους περιορισμούς για τη θήρα από το τελικό κείμενο που θα παραδοθεί στο Υπουργείο, να διατηρηθεί το σημερινό καθεστώς σε ότι αφορά το κυνήγι και να υπάρχει ουσιαστική συμμετοχή στις αποφάσεις για την θήρα των κυνηγετικών οργανώσεων.
Ε’ ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΗΠΕΙΡΟΥ