Αρχική » Grid with Sidebar » Κυνήγι στα δάση της Κατερίνης

Κυνήγι στα δάση της Κατερίνης

Μια κυνηγετική μαρτυρία του 1915 για τον τόπο και την περιοχή (αρχείο Σάκη Κουρουζίδη)

by iHunt
Κυνήγι στα δάση της Κατερίνης

Print Friendly, PDF & Email
demobanner

Πριν από έναν αιώνα ο δασικός πλούτος της Κατερίνης ήταν τεράστιος όπως φαίνεται και από την αρχειακή γκραβούρα του 19ου αιώνα.

SVESTONOF

Η ποικιλία της χλωρίδας και της πανίδας της περιοχής γύρω από την μικρή πόλη φαίνεται και από το κείμενο που ακολουθεί και το οποίο το 1936 δημοσιεύεται στο περιοδικό «Κυνηγετικά Νέα» («Στα δάση της Κατερίνης», 7/1936).

Το άρθρο – μαρτυρία που αναδημοσιεύουμε είναι του Αλέκου Ηλ. Πετρουλιά ο οποίος πέρασε το 1915 ως στρατιώτης από την περιοχή μας και περιγράφει με ζωντανό και δίκην χρονογραφήματος τρόπο τον πλούτο που συνάντησε «σε τόση ποικιλία και αριθμό […] στα δάση της Κατερίνης». «Τέσσερις μήνες που μείναμε στη Κατερίνη, καταλάβαμε τι θα πη θησαυρός από κυνήγι. Δεν το ξαναείδαμε τέτοιο ραβαΐσι από τότε, εκτός στη Μικρά Ασία το 1920-1922».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ : Επιστρέφουν οι μέλισσες στο δάσος της Δαδιάς

Η Κατερίνη του 1906

Κατερίνη του 1963: 32 γιατροί, 26 δικηγόροι, 21 καφενεία, 17 καπνέμποροι, 12 οδοντίατροι, 6 φαρμακεία, 5 κινηματογράφοι, 2 κουρεία
Στο κείμενο διατηρείται η σύνταξη και η ορθογραφία του συντάκτη της.

ΣΤΑ ΔΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
ΑΛΕΚΟΣ ΗΛ. ΠΕΤΡΟΥΛΙΑΣ

Όταν το 1915 μετατοπίστηκε, προσωρινά, από τη Θεσσαλονίκη ο Ελληνικός Στρατός, εκατόν τόσες χιλιάδες άντρες, δεν ξέρω πόσα κανόνια, κτήνη, κι’ όλα τ’ άλλα σχετικά, μαζευτήκαμε στην περιοχή της Κατερίνης, μέχρι το Λητόχωρο του Ολύμπου. Οι μήνες που καθήσαμε εκεί, για όσους ήταν κυνηγοί ή φυσιολάτρες, υπήρξανε σωστή αποκάλυψις.

Μόλις βγήκαμε από τη Θεσσαλονίκη, το ατελείωτο αυτό στρατιωτικό καραβάνι, μέχρι που φτάσαμε στον προορισμό μας, – ήτανε τέλη Δεκέμβρη, – ξεκουφαθήκαμε από τις φωνές που βγάζανε μέρα-νύχτα, τα εκατομμύρια των αγριόπαπιων και αγριόχηνων που πλημμύριζαν τα δεξιά κι’ αριστερά του δρόμου, έλη, λίμνες και ποτάμια…

Στις όχθες του Αξιού ποταμού που μείναμε μια νύκτα, ως που να περάση όλος ο στρατός τον παραπόταμο Λουδία ή Λουδάρη, πουζωσε το μηχανικό με πλωτές γέφυρες, γίνηκε στο πρωινό ξύπνημα μας, το μεγαλύτερο κυνηγετικό πανηγύρι που μπορεί να φαντασθή κανείς. Και τούτο, γιατί τα αγρίμια ξεφαντώσανε από τις χιλιάδες αρβύλες που πάτησαν τα βοσκοτόπια τους.

Οι λαγοί τρέχανε κοπαδιαστά, ανάμεσα από τους φαντάρους, και σκοτωνόντουσαν με κοτρόνια, με καυσόξυλα, με αμπέχονα, με αρβύλες και με μπηχτές περιστροφιές…Η χλαγοή των φαντάρων, τα γέλοια, οι παροτρύνσεις: …ζιά μωρέ…, απάνω σου…, πίσω σου…, δίπλα σου…, …άτε βρε παιδιά…., ακουγόντουσαν – καθώς μας λέγανε οι αργοπόροι – μίλια μακρυά από το ποτάμι…

Τότε είδα κι’ εγώ λαγούς, που κλεισμένοι από παντού από φαντάρους, πηδούσανε μεσ’ το ποτάμι και κολυμπάγανε προς τις απέναντι οχτές ή χανόντουσαν μέσα στο βουηχτό νεροσυρμό…

Πως να τολμήσω να γράψω τους φανταστικούς αριθμούς λαγών που σκοτωθήκανε το πρωινό εκείνο ή τους αμέτρητους που ξέφυγαν; Θα περασθώ για νέος Μυγχάουζεν ή σύγχρονος ψευτοθόδωρος.

Ευτυχώς, έχω μάρτυρες που ζούνε και τους γνωρίζουνε πιθανά κι’ οι αναγνώστες μου, γιατί θα γράψω μονάχα όσους απ’ αυτούς είναι κυνηγοί. Ο καθηγητής των μαθηματικών Βασ. Κεραμιδάς (Αθήνα), ο Κ. Πάντας, καπνέμπορος (Αγρίνιο), ο Κ. Σοφρώνης (Μενίδι), οι Μ. Νικολογιάννης και Αναγνώστου (Κορωπί), επίλαρχος τώρα Ν. Σπηλιωτόπουλος (Αθήνα), κι’ αν χρειασθή άλλους εκατό.

Άπειρα ήταν τα είδη των πουλιών π’ ανεμίζανε και που οι περισσότεροι δεν τα ξέραμε. Πέρδικες καμπίσιες κοπάδια αμέτρητα, μπεκάτσες άφθονες, τσίχλες και κοτσύφια σύννεφα, κι’ άλλα πετούμενα.

Οι φαντάροι – και γιατί να το κρύψω; – και οι αξιωματικοί ακόμη, αλαφιαστήκαμε από το αφάνταστο αυτό νταβατούρι, κι’ αρχίσαμε στα κλεφτά, κλιχ κλαχ!!!,. να ρίχνουμε και μανλιγχεριές…

Μας πήρε χαμπάρι τότε ο αρχηγός του Στρατού υποστράτηγος Μαυρογένης, και έβγαλε την άλλη μέρα μια αυστηρότατη διαταγή , πούλεγε πάνω-κάτω, ότι όποιος ξανακυνηγήση μέσο θα τραβάη για Στρατοδικείο.

Έτσι μαζευτήκαμε κάπως…

Έπειτ’ από δύο μέρες, εμείς του Ιππικού, πήγαμε στη «Βρωμερή», ένα χωριουδάκι μισή ώρα έξω από την Κατερίνη, που τόκοβε στη μέση ένα ποταμάκι κατάλληλο για το Σώμα μας. Βρίσκεται στην άκρη του ονομαστού για τα κυνήγια του τότε, δεν ξέρω τώρα, δάσους της Κατερίνης.

Σήμερα, όταν οι κυνηγοί διαβάζουμε στις εφημερίδες της περιγραφές που διάφοροι εξευρενηταί γράφουν για τις ζούγκλες, πέφτουμε σε ονειροπολήματα και με κλεισμένα μάτια νειρευόμαστε τι ψυχική απόλαυση θανα κάμποσοι «ντουμπλέδες» σε κοπάδια από χιλιάδες πάπιες ή χήνες ή πέρδικες…ή κι’ εγώ δεν ξέρω σε τι άλλα πουλιά…

Ε!…αυτή τη ζούγκλα η παραπλήσια, την είχαμε στον τόπο μας εδώ και είκοσι χρόνια, από τα Γιαννιτσά ίσαμε τον Όλυμπο ή ίσως κι’ αλλού.

Ένα πρωινό, «επί κεφαλής» μιας άοπλης αγγαρείας από οχτώ άντρες και ισάριθμα αλογομούλαρα, χωθήκαμε καμιά εκατοστή μέτρα σε βάθος μέσα στο δάσος της Κατερίνης, να κόψουμε ξύλα για «λυχνοκαΐα». Ξαφνικά, σηκώθηκαν διαδοχικά από τα πόδια μας, καμιά εικοσαριά φασιανοί, «χρυσά κοκκόρια», όπως τάπαν οι φαντάροι…

Είχαμε ανοίξει μια πήχυ το στόμα, και απολαμβάναμε το υπέροχο θέαμα του κατακόρυφου προς τον ουρανό πετάγματος των πολύχρωμων αυτών πουλιών, όταν εντελώς ανεπάντεχα, τ’ αλογομούλαρά μας μ’ ένα φοβερό χλιμίντρισμα, κόβοντας τα σχοινιά τους, χύθηκαν με τρελλό καλπασμό πίσω για το χωριό…Κατατρομαγμένοι και εμείς, ακούσαμε ξύλα να σπάζουνε, ποδοβολητό και ξεφυσήματα, και σ’ ένα ανοιγματάκι του δάσους βλέπουμε κοπάδι ολόκληρο από αγριογούρουνα!!!

Ε, ρε μάτια μου…τι φευγιό ήτανε κείνο που δούλεψε…Την πρώτη ανάσα την πήραμε στο ποτάμι με τα μούτρα μας χαλκοπράσινα, σαν νάχαμε βγάλει τη…χρυσή…

Από τότε η αγγαρεία έβγαινε πάντα με τα μάνλιγχερ και μια-δύο φορές τη βδομάδα – παρά την αυστηρή διαταγή του Στρατηγείου – το συσσίτιό μας ήταν από αγριογούρουνο.

Λησμόνησα να πω, ότι τρεις από τους καβαλλαρέους, της επιλαρχίας μας ανακαλύψανε στο χωριό κάτι παληοδίκανα και συχνά-πυκνά φασιανοί, καμποπέρδικες, λαγοί κι’ άλλα πουλιά, στολίζαν το τραπέζι των αξιωματικών, όσο και το δικό μας των υπαξιωματικών.

[…] Τέσσερις μήνες που μείναμε στη Κατερίνη, καταλάβαμε τι θα πη θησαυρός από κυνήγι. Δεν το ξαναείδαμε τέτοιο ραβαΐσι από τότε, εκτός στη Μικρά Ασία το 1920-1922 – θα γράψω κάποτε και γι’ αυτό- πούδαμε και’ κει κυνηγετικό πλούτο, όχι όμως σε τόση ποικιλία και αριθμό, όσο στα δάση της Κατερίνης.

Αθήνα, Ιούνιος του 1936

Μικροϊστορικά του Αντώνη Κάλφα


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ